«Χρειάζεται ένα μακροπρόθεσμο σχέδιο, που να εκπονείται με τη συμμετοχή ευρύτερων πολιτικών δυνάμεων αλλά και της ίδιας της κοινωνίας»
Το περίγραμμα μιας στρατηγικής για την καταπολέμηση της διαφθοράς στην Ελλάδα παραθέτει, σε συνομιλία με την Καθημερινή, ο Νίκος Πασσάς, καθηγητής Εγκληματολογίας και Ποινικής Δικαιοσύνης στο πανεπιστήμιο Northeastern στις Ηνωμένες Πολιτείες.
Ο κ. Πασσάς έχει δημοσιεύσει περισσότερα από 140 άρθρα, καθώς και βιβλία που έχουν μεταφραστεί σε δεκατρείς γλώσσες. Θα επισκεφθεί τη χώρα μας την εβδομάδα που έρχεται για να μιλήσει στο TEDxAcademy και για επαφές με τον ΣΕΒ και άλλους φορείς, με αντικείμενο πάντα τη μάστιγα της διαφθοράς, που έχει παίξει τόσο κεντρικό ρόλο -σε οικονομικό και κοινωνικό επίπεδο- στην ελληνική κατάρρευση.
«Όταν ξεκινάμε να καταρτίσουμε μία στρατηγική για την καταπολέμηση της διαφθοράς, πρέπει να λαμβάνουμε υπόψη τις ειδικές συνθήκες που επικρατούν σε κάθε χώρα. Δεν είναι όλες οι κρίσεις ίδιες» σημειώνει μέσω Skype o διακεκριμένος καθηγητής. Η αυθεντία του στα ζητήματα αυτά είναι δύσκολο να αμφισβητηθεί: εκτός από τις δεκάδες δημοσιεύσεις του, ο συγκεκριμένος απόφοιτος της Νομικής του Πανεπιστημίου Αθηνών είναι σήμερα διευθυντής σύνταξης της διεθνούς επιθεώρησης «Crime, Law and Social Change», έχει συνεργαστεί με το ΔΝΤ και την Παγκόσμια Τράπεζα για θέματα ρύθμισης των εμβασμάτων μεταναστών, ενώ εκπαιδεύει αξιωματούχους των υπηρεσιών ασφαλείας και στελέχη επιχειρήσεων σχετικά με το οικονομικό έγκλημα.
Σύμφωνα με τον κ. Πασσά, έχουν υπάρξει θετικές πρωτοβουλίες για τον περιορισμό της διαφθοράς από την έναρξη της κρίσης – στις οποίες συγκαταλέγει τη «Διαύγεια», αλλά και σύσταση υπουργείου για τη διαφθορά. Οπως παρατηρεί όμως, «δεν έχει υπάρξει συνέχεια. Με την αλλαγή των προσώπων που κυβερνούν, αλλάζουν οι δομές και οι προτεραιότητες. Είναι σαν να οδεύουμε προς το παγόβουνο και, αντί να αλλάξουμε την πορεία του πλοίου, αλλάζουμε απλά θέσεις στις καρέκλες του καταστρώματος».
Μακροπρόθεσμο σχέδιο
Και συνεχίζει: «Χρειάζεται ένα μακροπρόθεσμο σχέδιο, που να εκπονείται με τη συμμετοχή ευρύτερων πολιτικών δυνάμεων αλλά και της ίδιας της κοινωνίας: των επιχειρήσεων, των μη κυβερνητικών οργανώσεων, των πανεπιστημίων, των συνδικάτων, των ΜΜΕ. Πρέπει να κάνουμε διάγνωση του προβλήματος, να τεθούν οι κατάλληλες προτεραιότητες και οι εναλλακτικές λύσεις και, βάσει αυτών, να υπάρξει ένα χρονοδιάγραμμα στόχων – των άμεσων, των μεσοπρόθεσμων και των απώτερων. Και φυσικά, πρέπει να σκεφτούμε πώς συνδέονται οι πιο άμεσοι στόχοι με τους επόμενους – πώς οι πρώτοι δημιουργούν τα πατήματα για τους επόμενους. Ο τελικός σκοπός, σε βάθος δύο ή τριών γενεών, είναι να έχει αλλάξει η νοοτροπία στη χώρα – να δημιουργηθεί μία νοοτροπία ακεραιότητας. Αν δεν συμβεί αυτό, οι όποιες νομοθετικές ρυθμίσεις και διώξεις γίνουν δεν θα πλήξουν στη ρίζα του το πρόβλημα».
Πιστεύει ότι μπορεί να πληγεί στη ρίζα του; «Απολύτως! Το έμψυχο υλικό υπάρχει – ίσως διεσπαρμένο ανά τον κόσμο, αλλά μπορούν να κινητοποιηθούν. Και οι πόροι θα βρεθούν. Υπάρχουν, για παράδειγμα, μία σειρά από τρέχουσες υποθέσεις κατά εταιρειών που κατηγορούνται ότι παρανόμησαν. Από τα ποσά που θα ανακτηθούν από τις υποθέσεις αυτές, μπορεί να χρηματοδοτηθεί απευθείας η υλοποίηση της στρατηγικής, από περαιτέρω διώξεις ώς εκπαιδευτικά προγράμματα σε θέματα δεοντολογίας και συμμόρφωσης για την πρόληψη πρακτικών διαφθοράς».
Για να μπορέσει να ξεκινήσει ένα τέτοιο μακρόπνοο εγχείρημα, η απολύτως αναγκαία προϋπόθεση, όπως σημειώνει και ο ίδιος, είναι η ύπαρξη πολιτικής βούλησης. Πώς θα μπορούσε να σηματοδοτήσει το πολιτικό σύστημα ότι αυτή πλέον υπάρχει;
«Τα σημάδια της πραγματικής πολιτικής βούλησης είναι, πρώτον, ανεξάρτητες αρχές και δομές, που θα έχουν ως κύριο έργο την πρόληψη και την καταστολή της διαφθοράς και, δεύτερον, η αποδέσμευση ουσιαστικών πόρων για να στηθούν οι δομές αυτές σε γερές βάσεις». Επιπλέον, η δίωξη «υψηλά ιστάμενων προσώπων» στη δημόσια διοίκηση και τον ιδιωτικό τομέα θα δώσει ισχυρό σήμα μετάβασης σε ένα νέο καθεστώς μηδενικής ανοχής.
Οι βέλτιστες πρακτικές
Σε τι βάσεις όμως θα οικοδομηθεί αυτή η στρατηγική; Τι διδάσκει η διεθνής εμπειρία για τις βέλτιστες πρακτικές και αυτές που έχουν αποδειχθεί λιγότερο αποδοτικές;
Ιδιαίτερη βαρύτητα προσδίδει ο κ. Πασσάς στην πρόσβαση των πολιτών στις δράσεις και τα δεδομένα που συνδέονται με το σχέδιο καταπολέμησης της διαφθοράς. «Μπορούν να υπάρξουν δείκτες προόδου, που καταγράφουν τις επιδόσεις και τις ελλείψεις τόσο της κεντρικής κυβέρνησης όσο και των περιφερειών, των δήμων κ.ο.κ. Συμβάσεις, προϋπολογισμοί, αποτελέσματα ελέγχων μπορούν όλα να είναι ελεύθερα διαθέσιμα στο Διαδίκτυο, ώστε να μπορεί ο καθένας να παρακολουθήσει τι γίνεται και τι δεν γίνεται».
«Ιδιαίτερα χρήσιμο», προσθέτει, «δεδομένων των περιορισμένων πόρων είναι να συντονιστούν και εξορθολογισθούν οι ελεγκτικοί μηχανισμοί και οι υπηρεσίες με δικαιοδοσία στα θέματα νομιμοποίησης παράνομων περιουσιακών στοιχείων, φοροδιαφυγής, απάτης, τελωνειακών αδικημάτων και οικονομικής εγκληματικότητας εν γένει».
Επιπλέον, «δύο βασικές αρχές ώστε μία μεταρρύθμιση να πιάσει τόπο είναι να μην κάνουν ζημιά οι αλλαγές σε συστήματα που λειτουργούν καλά και να αξιοποιείται το υφιστάμενο δυναμικό». Απαιτείται όμως και θεαματική βελτίωση της ποιότητας των υπηρεσιών. «Οι παράνομες συναλλαγές συχνά επιλύουν καθημερινά προβλήματα που, διά της νόμιμης οδού, είναι περίπου αδύνατο ή εξαιρετικά χρονοβόρο σήμερα να αντιμετωπιστούν», τονίζει. «Αν δεν βελτιωθούν οι νόμιμες αυτές διαδικασίες, κάνουμε απλά μια τρύπα στο νερό».
Τέλος, συμμερίζεται κι αυτός την άποψη ότι η δραματική μείωση στις αποδοχές των δημόσιων λειτουργών, ακόμα και σε θέσεις υψηλής ευθύνης, αποτελεί θερμοκήπιο παρανομίας. «δεν γίνεται να καταπολεμήσεις τη διαφθορά με άδειο στομάχι», όπως το θέτει.
Ασφυκτικό πλαίσιο για τα δημόσια έργα
Ο κ. Πασσάς έχει ασχοληθεί εκτεταμένα και με την κακοδιαχείριση στον τομέα των δημοσίων έργων. Η εμπειρία του τον οδηγεί στο συμπέρασμα ότι τα ασφυκτικά ρυθμιστικά πλαίσια μάλλον πετυχαίνουν το αντίθετο αποτέλεσμα από αυτό για το οποίο θεσμοθετούνται.
«Η πολύπλοκη νομοθεσία δημιουργεί ένα νέο στρώμα γραφειοκρατίας, που έχει πολλές αρνητικές επιπτώσεις» εξηγεί. «Αυξάνουν το κόστος για τους υποψήφιους αναδόχους, μειώνοντας έτσι τον ανταγωνισμό, καθώς πολλοί θα επιλέξουν να μη συμμετάσχουν, αλλά και τον τελικό προϋπολογισμό του έργου. Επιπλέον, φορτώνουν υποχρεώσεις στους δημοσίους υπαλλήλους, οι οποίοι φοβούνται να βάλουν την υπογραφή τους σε οτιδήποτε. Η παράλυση που προκαλείται τελικά δημιουργεί κίνητρα για παράτυπες πληρωμές, προς επιτάχυνση των διαδικασιών».
Κατά τα άλλα, ο καθηγητής του Northeastern αναδεικνύει το ζήτημα του «κατακερματισμού» του ελεγκτικού πλαισίου για τα δημόσια έργα -και το οικονομικό έγκλημα γενικότερα- στην Ελλάδα και τονίζει τους τρόπους που μπορεί να φανεί και εδώ χρήσιμη η ηλεκτρονική διακυβέρνηση. «Θα μπορούσε να δημοσιοποιείται όχι μόνο η σύμβαση με τον ανάδοχο, ο βαθμός υλοποίησης του έργου κ.ο.κ., αλλά και στοιχεία για τις προτάσεις των άλλων εταιρειών που συμμετείχαν στον διαγωνισμό. Ετσι θα μπορεί να γίνεται αναλυτική σύγκριση, π.χ. για το κόστος συγκεκριμένων υλικών. Από τυχόν διαφοροποιήσεις που θα εντοπιστούν, θα μπορούσαν να ανακαλυφθούν κρούσματα υπερκοστολόγησης, ή ακόμα και περιπτώσεις στημένων διαγωνισμών».