«Η ΚΟ του ΣΥΡΙΖΑ έχει συνεδριάσει προ ημερών και όλα τα κρίσιμα νομοσχέδια των επόμενων εβδομάδων έχουν τεθεί ήδη επί τάπητος. Η συνοχή της ΚΟ είναι αναμφισβήτητη. Από εκεί και πέρα, όσοι ονειρεύονται συγκυβερνήσεις ή οικουμενικές κυβερνήσεις, καλό θα είναι να ξυπνήσουν στην πραγματικότητα. Τίποτε από όλα αυτά δεν πρόκειται να συμβεί».
Αυτό σημειώνει η κυβερνητική εκπρόσωπος, Όλγα Γεροβασίλη, σε συνέντευξή της στην ιστοσελίδα “News247”, εξηγώντας ότι το συμβούλιο αρχηγών έγινε με στόχο την έναρξη ενός διαλόγου για τα μείζονα θέματα της ασφαλιστικής μεταρρύθμισης, του προσφυγικού και της αναθεώρησης του Συντάγματος.
«Αντί διαλόγου σε τόσο σοβαρά θέματα, στήθηκε ένα σκηνικό σεναριολογίας για νέα κυβερνητικά σχήματα», σενάρια που «εκφράζουν απλώς μύχιες επιθυμίες ορισμένων», επισημαίνει. Καλεί δε να μην προεξοφλεί κανείς περικοπές σε συντάξεις.
Προσφυγικό
Σχετικά με το προσφυγικό και τα σενάρια περί εξόδου από τη Σένγκεν, τονίζει ότι δεν υπάρχει και δεν υπήρξε ποτέ κανένας κίνδυνος. Υπογραμμίζει ότι «οι πιέσεις ασκούνται από εκείνους που επιδιώκουν μία Ευρώπη φρούριο» και πως «αξιοποιούνται από τις πολιτικές δυνάμεις που επιδιώκουν την αποσταθεροποίηση στην Ελλάδα, καθώς βλέπουν ότι όσο προχωράμε έγκαιρα και με σταθερότητα την υλοποίηση της συμφωνίας με τους θεσμούς, χάνεται η ευκαιρία να αναρριχηθούν και πάλι στην εξουσία πατώντας πάνω στα συντρίμμια της χώρας».
Αναφορικά με τη μετάθεση της ψήφισης του ασφαλιστικού τον Ιανουάριο, εξηγεί ότι «δεν υπήρχε καθορισμένη ημερομηνία» για την ψήφισή του, «παρά μόνο αρχική επιδίωξη να κατατεθεί πριν τελειώσει το 2015», και πως «δεν είναι προφανώς το πρόβλημα οι ελάχιστες εβδομάδες της παράτασης σε σχέση με την πρόβλεψη» και «ούτε καμία επιπρόσθετη επιβάρυνση θα επιφέρει».
Η κ. Γεροβασίλη καλεί να μην προεξοφλούνται περικοπές και σημειώνει, μεταξύ άλλων, ότι «η ασφαλιστική μεταρρύθμιση θα περιλαμβάνει ένα ολοκληρωμένο σχέδιο αναχρηματοδότησης του συστήματος από διάφορες πηγές και από την αξιοποίηση της περιουσίας των Ταμείων».
Τονίζει δε ότι «σκοπός μας είναι η μεταρρύθμιση να εξασφαλίζει εδώ και τώρα την προστασία των χαμηλών και των μεσαίων συντάξεων και καμία περικοπή στη βασική σύνταξη».
Επισημαίνει επιπλέον ότι το ασφαλιστικό ταλανίζει τη χώρα για δεκαετίες, ότι οι πολιτικές των τελευταίων ετών το οδήγησαν στο χείλος του γκρεμού, για να υπογραμμίσει πως «το ζητούμενο είναι να υλοποιηθεί μία ολοκληρωμένη μεταρρύθμιση, δίκαιη και κυρίως βιώσιμη για τις επόμενες γενιές».
Αναφέρει ότι «η αναγκαία ασφαλιστική μεταρρύθμιση είναι αντικείμενο συνεχούς διαπραγμάτευσης και ταυτόχρονα επιδίωξή μας για ένα σταθερό, βιώσιμο και δίκαιο σύστημα» και πως «το κύριο ζητούμενο στη διαπραγμάτευση αυτή, είναι να αποφευχθεί η οποιαδήποτε μείωση της βασικής σύνταξης».
«Αυτός ήταν και ο λόγος», τονίζει, «που η κυβέρνηση προσπάθησε να ανοίξει διάλογο με την αντιπολίτευση, προκειμένου να τεθεί η κοινή εθνική κόκκινη γραμμή». Σε αυτό το πλαίσιο επισημαίνει ότι «δεν ζητήσαμε συναίνεση, ούτε βέβαια συγκυβέρνηση, όπως πολλοί θα ήθελαν», στους οποίους καταλογίζει πως με την επιλογή τους να μην ανοίξουν διάλογο, δείχνουν ότι προτεραιότητά τους δεν είναι η προστασία των Ελλήνων συνταξιούχων, αλλά αποκλειστικά και μόνο η επιστροφή τους στην εξουσία.
Αναφορικά με το ζήτημα του προσφυγικού, η κυβερνητική εκπρόσωπος υπογραμμίζει ότι δεν υπάρχει, ούτε υπήρξε, κανένας κίνδυνος εξόδου της χώρας από τη Σένγκεν. Σημειώνει ότι αυτό υπήρξε «μόνο στο μυαλό ορισμένων και στις επιθυμίες κάποιων κύκλων, τόσο σε άλλες χώρες της ΕΕ (π.χ. η Ουγγαρία), όσο και στην Ελλάδα», ότι υπήρξαν μόνο δημοσιεύματα επικαλούμενα μη κατονομαζόμενες πηγές, και ότι «οι πιέσεις ασκούνται από εκείνους που επιδιώκουν μία Ευρώπη φρούριο με ορθωμένα τείχη απέναντι σε ανθρώπους που ζητούν άσυλο ή και ένα καλύτερο μέλλον…».
«Ασκούνται δηλαδή», συνέχισε, «από πολιτικές δυνάμεις που εχθρεύονται τον ίδιο τον ευρωπαϊκό πολιτισμό και τα ιδεώδη του ανθρωπισμού» και «καθώς βλέπουν ότι όσο προχωράμε έγκαιρα και με σταθερότητα την υλοποίηση της συμφωνίας με τους θεσμούς, χάνεται η ευκαιρία να αναρριχηθούν και πάλι στην εξουσία πατώντας πάνω στα συντρίμμια της χώρας».
Επισήμανε ακόμα ότι «η κυβέρνηση ουδέποτε αποδέχτηκε την φύλαξη των ελληνικών συνόρων με την ΠΓΔΜ από τη FRONTEX» και πως «πρόκειται για μία παρερμηνεία που οφείλεται σε απαράδεκτη αξιοποίηση του προσφυγικού ζητήματος -ενός ευρωπαϊκού προβλήματος- από μέρος του Τύπου και της αντιπολίτευσης για μικροπολιτικές σκοπιμότητες», όπως τις περιέγραψε παραπάνω.
Η κ. Γεροβασίλη είπε ότι η χώρα ζήτησε ήδη από τον περασμένο Σεπτέμβριο τη συνδρομή της FRONTEX για την καταγραφή προσφύγων και μεταναστών, καθώς και την παροχή υλικοτεχνικής υποδομής, στα σύνορα με την ΠΓΔΜ, ότι η Ελλάδα έχει δαπανήσει ήδη ένα δισ. ευρώ για το προσφυγικό και έχει λάβει μόλις 30 εκατ. από την ΕΕ και πως η FRONTEX κάλυψε μόλις το ένα δέκατο των υποχρεώσεών της σε προσωπικό και υποδομές. Τόνισε ακόμη ότι «εν μέσω κρίσης, η κυβέρνηση έχει επιδοθεί σε έναν αγώνα δρόμου, και πράγματι πρέπει να επιταχύνει ακόμη περισσότερο για να υλοποιήσει όσα δεσμεύτηκε στη σύνοδο για την προσφυγική κρίση τον περασμένο Οκτώβριο.
Δεσμεύσεις οι οποίες αφορούν στα hotspots που πρέπει να δημιουργηθούν και όχι βέβαια τη φύλαξη των εσωτερικών συνόρων από δυνάμεις της FRONTEX».
Τέλος, ερωτηθείσα η κ. Γεροβασίλη για το ζήτημα των “πόθεν έσχες” των κκ Σταθάκη και Φλαμπουράρη ανέφερε, «το ποιου η δήλωση “πόθεν έσχες” είναι ελλιπής ή προβληματική είναι θέμα που ελέγχεται αυτή τη στιγμή αρμοδίως από ορκωτούς λογιστές». Σημειώνει ότι «η ονοματολογία σε αυτήν τη φάση δεν έχει κανένα νόημα, καθώς μαζί με τις δηλώσεις των δύο προσώπων που αναφέρετε, ελέγχονται και άλλων που δεν ανήκουν στον ΣΥΡΙΖΑ, και των οποίων τα ονόματα ουδέποτε είδαν το φως της δημοσιότητας -και ορθώς δεν δημοσιεύτηκαν».
Μεταξύ άλλων τονίζει πως για μια ακόμη φορά «πολιτικοί και ΜΜΕ επιχείρησαν να αποπροσανατολίσουν από την ουσία και να πουλήσουν τη λαϊκίστικη -και ακροδεξιάς κοπής- ρητορική των “πλούσιων Αριστερών”, λέγοντας επιπλέον και ψέματα». «Το έργο το έχουμε ξαναδεί», αναφέρει η κ. Γεροβασίλη και τονίζει: «Εμείς έχουμε αποδείξει ότι δεν κάνουμε εκπτώσεις και είμαστε η πρώτη κυβέρνηση που δεν χρονοτριβεί σε υποθέσεις που αφορούν το πολιτικό προσωπικό της χώρας».