Στο Προεδρικό Μέγαρο
«Οι στυγνοί εγκληματίες του Daesh, μέσα και από την γενοκτονία των Γιαζίντι, είναι εχθροί της Δημοκρατίας και του Πολιτισμού και διαπράττουν εγκλήματα κατά της Ανθρωπότητας. Και ως τέτοιοι πρέπει να αντιμετωπισθούν άμεσα και αποτελεσματικά», δήλωσε ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας Προκόπης Παυλόπουλος, υποδεχόμενος το πρωί στο Προεδρικό Μέγαρο την κα Νάντια Μουράντ Μπασί Τάχα, η οποία είχε πέσει θύμα απαγωγής τον Αύγουστο του 2014 από μέλη του Ισλαμικού Κράτους.
Η νεαρή Γιαζίντι ευχαρίστησε τον κ. Παυλόπουλο για την ευκαιρία να εκφράσει τα δεινά τα οποία υφίσταται ο λαός της, σημειώνοντας: «Εγώ είχα την τύχη να γλιτώσω, από τις δυνάμεις του Daesh (Ιsis) μεταξύ των χιλιάδων κοριτσιών που είχαν απαχθεί. Το Daesh επιτέθηκε στις 3 Μαρτίου του 2014. Σκότωσαν τους άντρες και πήραν τα παιδία.
Τους πήραν στα στρατόπεδά τους, στις βάσεις τους στη Μοσούλη στην Συρία και αλλού και μας οδήγησαν προς τους πολεμιστές σε διάφορα σημεία. Κάθε μέρα μας πωλούσαν σε άνδρες του Daesh είτε της Συρίας είτε του Ιράκ. Εγώ δεν έμεινα πολύ καιρό, έμεινα τρεις μήνες , αλλά με πήρανε πάνω από δώδεκα αγωνιστές ή πολεμιστές, αντάρτες του Daesh.
Πήρανε τα αδέλφια μου, σκότωσαν τους συναδέλφους μου, τους συναγωνιστές μου και με κρατούσαν αιχμάλωτη. Πέρασε ένας χρόνος από τότε, αλλά αυτές οι πράξεις συνεχίζονται μέχρι σήμερα, εις βάρος πολλών μειονοτήτων.
Μέχρι αυτή τη στιγμή υπάρχουνε 3.400 άτομα τα οποία κρατούνται και είναι Σύροι ή Ιρακινοί. Το 40 τοις εκατό των περιοχών που κατοικούμε, ακόμα είναι υποδουλωμένα υπό την κατοχή αυτών των δυνάμεων.
Ακόμα και τα μέρη τα οποία απελευθερώθηκαν, ο λαός μου δεν θέλει να επιστρέψει γιατί έχουν πλήρως καταστραφεί και ισοπεδωθεί.
Σας απευθύνω έκκληση να μεταφέρετε τη φωνή μου στην Ευρωπαϊκή Ένωση, διότι παρά την παρέλευση αυτού του έτους, συνεχίζονται και βρίσκονται υπό κατοχή, υπό ομηρία χιλιάδες γυναίκες και μικρά παιδιά. Αυτό που ζητάμε είναι να απελευθερωθεί το υπόλοιπο τμήμα των εδαφών μας και να επιστρέψουν ελεύθερες οι γυναίκες και τα παιδιά στη Συρία, στο Ιράκ, στα εδάφη τα οποία ζούσαμε».
Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας πρότεινε η Ελλάδα να μεσολαβήσει, διά μέσου του γραφείου του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου στην Αθήνα, ώστε να ζητηθεί από τον πρόεδρο της Ευρωβουλής Μάρτιν Σουλτς, να μιλήσει η κα Νάντια Μουράντ Μπασί Τάχα στην ολομέλεια του ΕΚ, προκειμένου να αναδειχθεί περεταίρω το πρόβλημα.
Στη συνάντηση του Προέδρου της Δημοκρατίας με την κα Νάντια Μουράντ Μπασί Τάχα παρέστη και ο κ. Αούν Αλ Κασλόκ, Ιρακινός επιχειρηματίας, που ζει στην Ελλάδα, και «εξαγόρασε την ελευθερία 100 κοριτσιών που είχαν απαγάγει οι δυνάμεις του Ισλαμικού Κράτους, και ο γιατρός Αθανάσιος Μανώλης.
Η 21χρονη Nadia Murad Basee Taha έπεσε θύμα απαγωγής τον Αύγουστο του 2014 όταν μέλη του Ισλαμικού Κράτους (γνωστό ως ISIS ή ISIL) εισέβαλαν στο χωριό της στο Ιράκ. Ακολούθησε η εκτέλεση όλων των αντρών και η μεταφορά των γυναικόπαιδων στη Μοσούλη, όπου και ανταλλάχθηκαν ως «δώρα» μεταξύ των τρομοκρατών. Λίγες μέρες αργότερα βασανίστηκε, προσπάθησε να δραπετεύσει αλλά συνελήφθη. Τελικά, μετά από τρεις μήνες, κατάφερε να διαφύγει. Κατέφυγε στη Γερμανία, όπου της δόθηκε ιατρική περίθαλψη και φροντίδα.
Στις 16 Δεκεμβρίου παρουσιάσθηκε ενώπιον του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ, όπου και διηγήθηκε λεπτομερώς τις τρομακτικές εμπειρίες που υπέστη για τρεις μήνες στα χέρια των τζιχαντιστών, χαρακτηρίζοντας τις επιθέσεις αυτές εναντίον της κοινότητάς της ως στοχοποιημένη «γενοκτονία». Συναφώς, ζήτησε από τον Οργανισμό να βοηθήσει τις χιλιάδες γυναίκες και παιδιά που παραμένουν αιχμάλωτοι του Ισλαμικού Κράτους.
Η Nadia Murad Basse Taha ανήκει στην κουρδική εθνοθρησκευτική μειονότητα με ινδοϊρανικές ρίζες των «Γιαζίντι», που ζουν στην επαρχία της Νινευή του βορείου Ιράκ, ενώ υπάρχουν και άλλες κοινότητές τους στην Υπερκαυκασία, την Αρμενία, την Τουρκία και τη Συρία. Από τις αρχές της δεκαετίας του 1990 μεγάλος αριθμός τους έχει μεταναστεύσει στην Ευρώπη, κυρίως στη Γερμανία.
Η θρησκεία τους θεωρείται ως ένα θεολογικό σύμπλεγμα τοπικών κουρδικών πίστεων, που περιέχει ζωροαστρικά και ισλαμικά στοιχεία.
Το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού των, το οποίο αριθμεί περίπου μισό εκατομμύριο, παραμένει σε στρατόπεδα εκτοπισμένων στο βόρειο Ιράκ.