Το πρωτοχρονιάτικο μήνυμα του Προέδρου της Δημοκρατίας.
Την ανάγκη το συντομότερο δυνατό θα αφήσουμε πίσω την εφιαλτική περίοδο της κοινωνικής και οικονομικής κρίσης και να βρούμε ξανά τον δρόμο της ελπίδας, της αισιοδοξίας, της ανάπτυξης και της προόδου, πάντα εντός της Ευρωζώνης, επισημαίνει ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας Προκόπης Παυλόπουλος στο πρωτοχρονιάτικο μήνυμά του προς τον ελληνικό λαό.
Στο μήνυμα του ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας υποδεικνύει τους βασικούς στόχους για το νέο έτος και μετά την υπέρβαση της οικονομικής κρίσης κάνει ιδιαίτερη αναφορά στο προσφυγικό, σημειώνοντας ότι η χώρα μας «δίχως δική της ευθύνη, βρίσκεται, στη δίνη της σύγχρονης προσφυγικής τραγωδίας».
Ο κ. Παυλόπουλος επισημαίνει ότι «Η Ελλάδα, παρά τα δικά της τεράστια οικονομικά και κοινωνικά προβλήματα, αντιμετωπίζει την προσφυγική τραγωδία όπως ταιριάζει στον Πολιτισμό της και την Ιστορία της. Ήτοι με πλήρη σεβασμό της αξίας του Ανθρώπου, τηρώντας επίσης στο ακέραιο τις υποχρεώσεις της κατά το διεθνές και το ευρωπαϊκό δίκαιο».
Υπογραμμίζει δε ότι «τα αρμόδια Ελληνικά Σώματα φυλάσσουν αποτελεσματικώς τα σύνορά μας, τα οποία είναι και σύνορα της Ευρωπαϊκής Ένωσης» και προσθέτει ότι υπό τα δεδομένα αυτά έχουμε το δικαίωμα αλλά και την υποχρέωση να επιζητούμε αφενός την αλληλεγγύη των Εταίρων μας, εντός Ευρωπαϊκής Ένωσης, στον αγώνα αντιμετώπισης της προσφυγικής τραγωδίας και αφετέρου τον τερματισμό του πολέμου στην Συρία και επιπλέον, έχουμε επίσης το δικαίωμα αλλά και την υποχρέωση να διεκδικούμε από τους Εταίρους μας κοινή στάση ως προς τις υποχρεώσεις της γειτονικής Τουρκίας.
Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας στέλνει παράλληλα μήνυμα προς όλες τις κατευθύνσεις ότι παρά τις δυσκολίες «δεν υποστέλλουμε, ούτε κατά κεραία, την σημαία υπεράσπισης των εθνικών μας δικαίων». Απευθυνόμενος προς την Άγκυρα, σημειώνει ότι «επιθυμούμε και στηρίζουμε ειλικρινώς την ευρωπαϊκή της προοπτική υπό τον απαράβατο και αυτονόητο όμως όρο ότι κι εκείνη θα σέβεται, με συνέπεια και στο ακέραιο, πάντα με βάση το ευρωπαϊκό δίκαιο και το σύνολο του διεθνούς δικαίου, γραπτού κι εθιμικού, τα κάθε είδους κυριαρχικά δικαιώματα της Ελλάδας».
Αναφέρεται επίσης στο Κυπριακό λέγοντας ότι πρέπει να διαμηνυθεί στην Τουρκία -από κοινού με τους θεσμούς της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που δεν επιτρέπεται ν’ ανέχονται στρατό κατοχής σε κράτος-μέλος της- ότι το Κυπριακό είναι πρωτίστως Ευρωπαϊκό αλλά και, γενικότερα, διεθνές ζήτημα και ότι η λύση του είναι νοητή μόνο με πλήρη σεβασμό του ευρωπαϊκού θεσμικού και πολιτικού κεκτημένου και του συνόλου του διεθνούς δικαίου σχετικά με την βιωσιμότητα, την δομή και την κυριαρχία της Κυπριακής Δημοκρατίας.
Απευθύνεται όμως και προς την ΠΓΔΜ υπογραμμίζοντας ότι, «πέραν του ότι επιθυμούμε την πλήρη εξομάλυνση των κάθε είδους σχέσεών μας, εφόσον επιδιώκει την ένταξή της στην Ευρωπαϊκή Ένωση και το ΝΑΤΟ, είναι αδιανόητο να διεκδικεί όνομα το οποίο, πέραν της χονδροειδούς παραχάραξης της ιστορίας, αποπνέει αλυτρωτισμό αφήνοντας ανοικτά π.χ. ζητήματα αλλαγής συνόρων κι επινόησης -εντελώς ανυπόστατων άλλωστε- εθνικών μειονοτήτων».