Υπό την σκιά της απουσίας του Προέδρου του Αρείου Πάγου, Γ. Καλαμίδα, διεξήχθη η σημερινή συνεδρίαση της Επιτροπής Θεσμών και Διαφάνειας της Βουλής, με θέμα τα προβλήματα στην απονομή της Δικαιοσύνης.
Η χθεσινή επιστολή του κ. Καλαμίδα, με την οποία ανακοίνωνε την απόφασή του να μην ανταποκριθεί στην πρόσκληση της Επιτροπής, προκάλεσε την έντονη δυσφορία των βουλευτών, που έκριναν το περιεχόμενό της από άστοχο έως υποτιμητικό για το Κοινοβούλιο, ακόμα και ενώπιον των παρευρεθέντων πέντε αντιπροέδρων του Αρείου Πάγου (οι τέσσερις από τους υπολοίπους πέντε, ήσαν αιτιολογημένα απόντες).
Τελικά, οι βουλευτές υιοθέτησαν την πρόταση του προέδρου της Επιτροπής, Μιλτιάδη Παπαϊωάννου, για την αποστολή απαντητικής επιστολής, στην οποία θα εκφράζεται η «λύπη» τους για την στάση του κ. Καλαμίδα και η «ανησυχία» τους για τις σχέσεις ανάμεσα στη νομοθετική και τη δικαστική εξουσία.
Τα μέλη της Επιτροπής, επαίνεσαν τους πέντε αντιπροέδρους για την παρουσία τους στη συνεδρίαση, την οποία έκριναν «εξαιρετικά χρήσιμη». Μάλιστα, ο Προκόπης Παυλόπουλος (ΝΔ), τόνισε πως «καμία αντιπαράθεση μεταξύ Κοινοβουλίου και Δικαιοσύνης υφίσταται» και πως «αν μας είχατε καλέσει στον Άρειο Πάγο, δεν θα είχαμε αρνηθεί διόλου να το κάνουμε».
Ήδη ωστόσο, κατά τη διάρκεια της συνεδρίασης, ο Σήφης Βαλυράκης (ΠΑΣΟΚ) άνοιξε τον χορό των επικρίσεων κατά του Προέδρου και του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, αφήνοντας υπαινιγμούς για τα «τρία χρόνια προκαταρκτικής εξέτασης για υπόθεση που είχε να κάνει και με ευθύνη υπουργών» και για ανθρώπους που «αισθάνονται πως έχουμε ρωμαϊκή αυτοκρατορία και αυτοκράτορες…»
Παρά την ενόχληση της Επιτροπής για την απουσία του Προέδρου του Αρείου Πάγου και το ύφος της επιστολής του («δεν πρέπει να προσέλθω και καθήμενος ενώπιον των βουλευτών να απαντώ επί παντός θέματος», ανέφερε χαρακτηριστικά), δεν έλειψαν και τοποθετήσεις που δικαίωναν εν μέρει τις επί της ουσίας αιτιάσεις του κ. Καλαμίδα, σχετικά με τη διάταξη του Κανονισμού, βάσει του οποίου προσεκλήθη, και τη συνταγματική του κατοχύρωση:
«Εφ’ όσον δεν είναι υποχρεωτική η παρουσία του Προέδρου του Αρείου Πάγου, η απόφασή του θα πρέπει να είναι σεβαστή», εκτίμησε ο Γ. Φλωρίδης (ΠΑΣΟΚ). «Αν μπούμε στη λογική, του πώς οι κυβερνήσεις παρεμβαίνουν διαρκώς, ή επιθυμούν να παρεμβαίνουν στο ανώτατο επίπεδο λειτουργίας της Δικαιοσύνης και το τι έχει ψηφίσει η Βουλή για την μία ή την άλλη υπόθεση, για το πώς οι φάκελοι είναι στον ανακριτή και η Βουλή ψηφίζει να γίνει το κακούργημα πλημμέλημα και να μην φτάσουν στον προορισμό τους – όλοι ξέρουμε τι έχει γίνει σ’ αυτόν τον τόπο», σημείωσε.
Αντίστοιχα, ο Βύρων Πολύδωρας (ΝΔ), παρατήρησε πως η διάταξη του Κανονισμού, με βάση την οποία προσκλήθηκε ο κ. Καλαμίδας «δεν είναι η σοφότερη νομοτεχνική διατύπωση» (ο Κανονισμός κάνει λόγο για «κλήση», ενώ παραπέμπει αναλογικά και στον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας για την «κλήση μαρτύρων»). «Ένταση, αντιπαράθεση, αντιδικία, είναι ό,τι χειρότερο μπορεί να υπάρξει τώρα», εκτίμησε ο κ. Πολύδωρας.
Συμφωνώντας, ο Νάσος Αλευράς (ΠΑΣΟΚ), προσέθεσε πως «ως Επιτροπή απαρτιζόμαστε και από κομματικές συνιστώσες κι αν στα πλαίσια της πολιτικής ανάλυσης του κόμματός μου, κατήγγειλα την ηγεσία της Δικαιοσύνης και τα όργανά της, αυτό θα έθετε σε δυσχερή θέση τους ανθρώπους, που θα έπρεπε, ή να σιωπήσουν, ή να αντιπαρατεθούν πολιτικά…».
Προηγουμένως, ο πρώην Πρόεδρος της Βουλής, Απόστολος Κακλαμάνης, είχε εκφράσει τις ανησυχίες του για την ομοφωνία με την οποία η Ολομέλεια των Εισαγγελέων του Αρείου Πάγου απέρριψε την πρόσκληση της Επιτροπής και αναρωτήθηκε αν δεν συνιστά κατάλυση του Συντάγματος για τους απόντες, η διαδικασία στην οποία συναίνεσαν προκειμένου να αναλάβουν τα ανώτατα αξιώματα της Δικαιοσύνης.
«Πώς δέχεται ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου να πάει στο υπουργείο Δικαιοσύνης, να του πουν σε ποιον να αναθέσει την υπόθεση των υποκλοπών και πόσο να κρατήσει η ανάκριση;» αναρωτήθηκε ο κ. Κακλαμάνης, για να παρατηρήσει σε άλλη αποστροφή της παρέμβασής του, πως «όσο πιο πάνω ανεβαίνει κανείς, τόσο πιο ευλύγιστη γίνεται η συνείδησή του».
Από πλευράς του, και ο πρώην αντιπρόεδρος της Βουλής, Γιάννης Τραγάκης, σημείωσε πως «ο Κανονισμός προβλέπει τις ακροάσεις – και αρμόδια για να κρίνει τον Κανονισμό της Βουλής, είναι μόνον η Βουλή. Κανείς άλλος δεν μπορεί να παρέμβει. Έχουμε ξεκινήσει και μια διαδικασία για την αναθεώρηση του Συντάγματος. Τι το πιο φυσιολογικό να ξεκινήσουμε συζητήσεις με την ηγεσία της Δικαιοσύνης για το ζήτημα αυτό;».
Κατά τα άλλα, η αντιπρόεδρος του Αρείου Πάγου, Ελισάβετ Μπρίλη, αναφερόμενη στην υπόθεση Ζήμενς, υπενθύμισε πως «στη Γερμανία, οι δικαστές της υπόθεσης είχαν υπηρεσιακή βοήθεια από την Αστυνομία, ενώ εδώ, είχαμε έναν μόνον ανακριτή…». «Την Ζήμενς άφησαν σε έναν άπειρο ανακριτή με μία βοηθό, να αποτείνεται σε ξένα κράτη» ανέφερε και ο αντιπρόεδρος του Αρείου Πάγου, Μιχάλης Θεοχαρίδης.
«Η Δικαιοσύνη έχει ευθύνη, ότι δεν την πήρε την υπόθεση γρήγορα από τον ανακριτή να την πάει σε Εφέτες, πιο έμπειρους και με πολύ περισσότερες δυνατότητες. Αυτήν την ευθύνη να την αναγνωρίσουμε – αλλά δεν παίρνουμε και το βάρος των προβλέψεων του Συντάγματος για την ευθύνη των πολιτικών προσώπων. Την ευθύνη των αποσβεστικών προθεσμιών, δεν πρόκειται να την αναλάβουμε» ανέφερε ο κος Θεοχαρίδης, σχολιάζοντας και την παρέμβαση του Σ. Βαλυράκη για τον Πρόεδρο του Αρείου Πάγου: «Όταν ακούμε κριτική για απόντες που κατέχουν θεσμικούς ρόλους, η δική μας θέση είναι δύσκολη…».