Η αναδιάρθρωση του χρέους και οι προοπτικές της οικονομίας στη ζώνη του ευρώ βρέθηκαν μεταξύ άλλων στο επίκεντρο της συνάντησης του Προέδρου της Δημοκρατίας Προκόπη Παυλόπουλου με τον πρόεδρο της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) Μάριο Ντράγκι, αλλά και με το μέλος της Εκτελεστικής Επιτροπής της Τράπεζας Μπενουά Κερέ, την Τρίτη στη Φρανκφούρτη.
Τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας συνόδευαν μέλη του επιτελείου του, αλλά και ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος (ΤτΕ) Γιάννης Στουρνάρας.
Σε δηλώσεις του μετά το πέρας της συνάντησης, ο κ. Παυλόπουλος σημείωσε ότι με τον κ. Ντράγκι συζητήθηκε το ζήτημα των υποχρεώσεων που, όπως είπε, έχουν πλέον και οι εταίροι μετά το τέλος της αξιολόγησης.
Επανέλαβε ότι η Ελλάδα θα τηρήσει τις δεσμεύσεις της και ζήτησε μετά το πέρας της αξιολόγησης -η οποία, όπως είπε, πρέπει να τελειώσει το συντομότερο δυνατόν- να υπάρξει εκπλήρωση των υποχρεώσεων και εκ μέρους των εταίρων, «διότι ο κανόνας pacta sunt servanda, δηλαδή όσα συμφωνήθηκαν πρέπει να τηρούνται, ισχύει όχι μόνο για την Ελλάδα αλλά και για τους εταίρους μας».
Όπως σημείωσε ο κ. Παυλόπουλος, αναφέρθηκε στο ζήτημα της αναδιάρθρωσης του ελληνικού χρέους –όχι στη βάση του κουρέματος αλλά με βάση τους κανόνες του ESM, του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας- ενώ στάθηκε στην αντιμετώπιση των ελληνικών ομολόγων και του ελληνικού τραπεζικού συστήματος από την πλευρά της ΕΚΤ, ώστε, όπως εξήγησε, «να γυρίσουμε στην ομαλότητα εκείνη, η οποία υπήρχε όταν δεν είχαμε αυτού του είδους την οικονομική κατάσταση που προέκυψε μετά την επιβολή των capital controls, και επιπλέον για να μπορέσουμε ακριβώς να τελειώσουμε όσο το δυνατόν νωρίτερα με τα capital controls που αποτελούν όπως είναι γνωστό μια τροχοπέδη στην ομαλή εξέλιξη του όλου τραπεζικού αλλά και του όλου οικονομικού μας συστήματος».
Ο κ. Παυλόπουλος ανέφερε ότι η ΕΚΤ στην κρίση που αντιμετωπίζουμε ως χώρα έχει σταθεί στο ύψος των περιστάσεων και εξέφρασε τις ευχαριστίες του στον κ. Ντράγκι και τους συνεργάτες του.
Τόνισε δε ότι εξέφρασε στον κ. Ντράγκι τη συμπαράσταση για να συνεχίσει την προσπάθεια προκειμένου να καταστεί η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα «πραγματική κεντρική τράπεζα» και να έχει όλες τις δυνατότητες που θα της επιτρέψουν να αντιμετωπίζει ευχερέστερα και αποτελεσματικότερα τις μεγάλες κρίσεις που υπάρχουν και που δεν πρόκειται να τελειώσουν.