Αιχμές για την καθεστωτική περί της εξουσίας, αντίληψη της κυβέρνησης, αφήνει ο Ευάγγελος Βενιζέλος, με άρθρο του στο “Βήμα της Κυριακής”.
Ο πρώην πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ, στηλιτεύει τις κινήσεις υποκατάστασης των ανεξαρτήτων αρχών, τις προσπάθειες ελέγχου των μέσων ενημέρωσης, καθώς και τον έλεγχο και καθοδήγησης της Δικαιοσύνης.
Αναλυτικά στο άρθρο του ο κ. Βενιζέλος αναφέρει τα εξής:
“Η διάκριση των εξουσιών είναι στη θεωρία του κράτους ότι το τριαδικό δόγμα στη θεολογία. Ένας απλοϊκός και άρα αιρετικός θεολόγος μπορεί να ισχυριστεί ότι η πίστη στο Θεό καθιστά περιττή τη διάκριση των προσώπων της Αγίας Τριάδος. Ένας δήθεν δημοκράτης αριστερός που δεν αντιλαμβάνεται πως δεν υπάρχει δημοκρατία χωρίς τις εγγυήσεις του κράτους δικαίου μπορεί να νομίσει ότι μια κυβέρνηση συνεργασίας εφόσον συγκέντρωσε το 40% των ψήφων στις εκλογές και χάρη στον εκλογικό νόμο διαθέτει την απόλυτη πλειοψηφία των εδρών στη Βουλή δικαιούται να συγκεντρώσει το σύνολο της εξουσίας, χωρίς διακρίσεις και αντίβαρα. Να νομίσει, με άλλα λόγια, ότι δικαιούται να ελέγχει και να καθοδηγεί τη Δικαιοσύνη, να καταργεί και να υποκαθιστά τις ανεξάρτητες αρχές, να ελέγχει ασφυκτικά τα μέσα ενημέρωσης, να ονειρεύεται περιορισμούς στο Διαδίκτυο.
Ακόμη χειρότερα, μπορεί να πιστεύει ότι θεσμικές εγγυήσεις όπως η ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης είναι περιττές όταν η εξουσία νιώθει ότι έχει “ηθικό πλεονέκτημα” και χρησιμοποιεί το σύνολο των κρατικών μηχανισμών για την εξυπηρέτηση κοινωνικά σημαντικών στόχων όπως το κτύπημα της διαπλοκής, η καταπολέμηση της φοροδιαφυγής, η πάταξη της διαφθοράς. Μόνο που θεωρεί ότι τους θεμελιώδεις αυτούς στόχους τους υπηρετεί η ίδια με αντίπαλη, όχι τη διαφθορά αλλά την αντιπολίτευση.
Πολύ περισσότερο, δεν ενδιαφέρεται να αντιληφθεί λεπτές διακρίσεις όπως η εσωτερική ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης που αφορά τις σχέσεις κάθε δικαστικού ή εισαγγελικού λειτουργού με ιεραρχικά ανώτερους συναδέλφους του από τους οποίους κρίνονται η προαγωγή, η τοποθέτηση και γενικότερα η υπηρεσιακή του κατάσταση.
Η κυβέρνηση τώρα πια δεν έχει τι να πει στο πεδίο της οικονομικής πολιτικής, στο πεδίο της διαχείρισης του προσφυγικού και μεταναστευτικού ζητήματος, στο πεδίο της εξωτερικής πολιτικής και πολιτικής ασφάλειας. Όλη η αφήγησή της ανατράπηκε. Ο συμβιβασμός δεν είναι μόνο οικονομικά και κοινωνικά επώδυνος. Γίνεται πολιτικά εξευτελιστικός και τείνει δυστυχώς να καταστεί εθνικά επικίνδυνος γιατί ακολουθήθηκε η ανιστόρητη ή ίσως κυνική γραμμή του συμφυρμού αξιολόγησης, ασφαλιστικού, προσφυγικού και χρέους.
Μόνη συνεκτική ύλη για την κυβέρνηση και την κοινοβουλευτική της πλειοψηφία είναι η νομή της εξουσίας καθ´ εαυτήν. Της εξουσίας όμως χωρίς διακρίσεις. Η Δικαιοσύνη πρέπει να υποταχθεί στον κυβερνητικό λόγο περί διαπλοκής και διαφθοράς. Δεν βλάπτει επίσης να έχει διαφορά φάσης. Κάποιοι κύκλοι της Δικαιοσύνης να διατυπώνουν λόγο αντιμνημονιακό και λαϊκίστικο, ενώ η κυβέρνηση προσχώρησε στη πολιτική του Μνημονίου, υποτίθεται όμως χωρίς να το θέλει! Σύρθηκε – λέει – στην επιλογή αυτή αμφίθυμη και εξουθενωμένη ψυχικά για να μην καταστρέψει τη χώρα, αλλά αφού προκάλεσε τεράστια βλάβη!
Στη διαμόρφωση της σχέσης κυβέρνησης και Δικαιοσύνης προσφέρθηκαν να βοηθήσουν ζηλωτές της νέας εξουσίας με προέλευση από τη συντηρητική παράταξη που τους εξέθρεψε, τους εμπιστεύθηκε και τους εκπαίδευσε στη νομή της εξουσίας. Ζηλωτές με μεγάλη εμπειρία στη λειτουργία του σκληρού πυρήνα του κράτους. Πρόθυμοι να αποδείξουν την αποτελεσματικότητά τους και έτσι εγκλωβίστηκαν στην υπερκινητικότητά τους. Ο “ηγέτης” όμως δεν τους εγκαταλείπει. Μπαίνει μπροστά. Τους καλύπτει, γιατί η εξουσία χρειάζεται εμπειρία, διασυνδέσεις, φιλίες, διείσδυση σε άλλους πολιτικούς χώρους.
Αυτό είναι το υπόβαθρο της κρίσης στον χώρο της Δικαιοσύνης. Η συρροή γεγονότων δεν κρύβει τον κοινό παρονομαστή, την επιδίωξη ασφυκτικού πολιτικού και ενδοδικαστικού ελέγχου. Η κυβέρνηση και πολύ συχνά ο ίδιος ο Πρωθυπουργός προαναγγέλλει ή απειλεί με επικείμενες δικαστικές ενέργειες. Η λειτουργία της Δικαιοσύνης συνολικά, όχι από πλευράς διοίκησης της Δικαιοσύνης αλλά επί της ουσίας εκκρεμών υποθέσεων, τελεί υπό στενή κυβερνητική παρακολούθηση. Ιδίως ο χειρισμός ποινικών δικογραφιών, η ανάθεσή τους και σε ποιους εισαγγελικούς λειτουργούς και η κίνησή τους σε όλες τις φάσεις της προδικασίας. Οι μηχανισμοί πειθαρχικού ελέγχου πολλαπλασιάζονται και κινούνται εντατικά. Ο αναπληρωτής υπουργός είναι όμως επιλεκτικός, τάσσεται δημόσια κατά κάποιων και υπέρ κάποιων άλλων εισαγγελικών λειτουργών. Θεωρεί ορθή τη διεξαγωγή κάποιων πειθαρχικών ελέγχων και εσφαλμένη τη διεξαγωγή κάποιων άλλων. Χαρακτηρίζει “δικαστικό πραξικόπημα” συλλήβδην κάθε δικανική κρίση που αποκλίνει από τις προαναγγελίες ή τις επιδιώξεις της κυβέρνησης.
Για πρώτη φορά υπάρχουν μάλιστα δύο υπουργοί Δικαιοσύνης, ο υπουργός και ο αναπληρωτής του για τις κρίσιμες υποθέσεις, αυτές που συνιστούν πολιτική προτεραιότητα της κυβέρνησης και πολιτικό καταφύγιο της τώρα που τελείωσαν τα εύκολα. Όμως η κυβέρνηση είναι συνηθισμένη στη δημαγωγική ευκολία των ωραίων χρόνων της αντιμνημονιακής αντιπολίτευσης, συστατικό στοιχείο της οποίας ήταν οι χυδαίες συκοφαντίες και τα ωμά ψέματα κατά πολιτικών αντιπάλων, η εργαλειακή αντίληψη περί Δικαιοσύνης. Όταν αυτή η μέθοδος όμως χρησιμοποιείται από κυβερνήσεις παύουμε να μιλάμε για δημαγωγία και συκοφαντία. Πρόκειται πλέον για θεσμική παραφθορά, για καθεστωτική, δηλαδή για ολιστική, αντίληψη της εξουσίας.
Όσο δε τα κοινωνικά, πολιτικά και δημοσκοπικά δεδομένα θα αλλάζουν, τόσο πιο πεισματική θα γίνεται αυτή η αντίληψη περί εξουσίας και θεσμών.
Φύλακας των θεσμών είναι η Δικαιοσύνη στο όνομα του ελληνικού λαού. Η Δικαιοσύνη οφείλει όμως να δρα με τρόπο δικανικά οργανωμένο και διαφανή, όπως προβλέπουν οι σχετικές εγγυήσεις του Συντάγματος και της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Ο ύπατος όμως φύλακας των θεσμών – ο μόνος που μπορεί να φυλάξει και τους φύλακες – είναι ο ελληνικός λαός, η κοινωνία των πολιτών που αντιλαμβάνεται την επείγουσα ανάγκη για εγρήγορση στο όνομα της δημοκρατίας και του κράτους δικαίου και αντιδρά απέναντι στην καθεστωτική αντίληψη της εξουσίας”.