Μία αναδρομή στο δραματικό καλοκαίρι του 2015 κάνει ο πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Ντόναλντ Τουσκ, σε έκθεση που δόθηκε στη δημοσιότητα σήμερα, ανήμερα της Ημέρας της Ευρώπης.
Στην έκθεση παρουσιάζονται οι «κρίσιμες πολιτικές προκλήσεις» που κλήθηκε να αντιμετωπίσει το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο από την αρχή της προεδρίας τού Ντόναλντ Τουσκ (Δεκέμβριος 2014) μέχρι τώρα (Απρίλιος 2016).
Σε μια προσωπική ανασκόπηση των βασικών αποφάσεων που ελήφθησαν σε αυτό το διάστημα από τους Ευρωπαίους ηγέτες, ο Ντόναλντ Τουσκ επικεντρώνεται στις «πρωτοφανείς εισροές αιτούντων άσυλο και παράτυπων μεταναστών», στην «ανάγκη αποφυγής της εξόδου της Ελλάδας από την ευρωζώνη», την«επιτακτική ανάγκη να βρεθεί μια νέα διευθέτηση με τη Βρετανία ενόψει του δημοψηφίσματος», αλλά και την «τρομοκρατική απειλή».
«Η πολιτική έχει επιστρέψει στην Ευρώπη, η ιστορία επέστρεψε, και τέτοιες στιγμές χρειάζονται ηγετική ικανότητα και πολιτική ενότητα. Η Ευρώπη ωριμάζει σε μια εποχή κρίσης και σκληρών αποφάσεων. Εκεί που πολλοί βλέπουν καθαρά αρνητικά αποτελέσματα, εγώ επικεντρώνομαι στην επιτακτική ανάγκη να διατηρηθούν τα μείζονα επιτεύγματα της Ευρώπης -η Σένγκεν, η ευρωζώνη και η ενιαία αγορά- κατά τη διάρκεια μιας περιόδου αστάθειας», δήλωσε ο Ντ. Τουσκ με την αφορμή της δημοσίευσης της έκθεσης, εκφράζοντας τη δέσμευσή του να συνεχίσει τις προσπάθειες οικοδόμησης «συναίνεσης μεταξύ των ηγετών της ΕΕ» και «ενότητας», «όσο δύσκολη κι αν είναι η διαδικασία».
Ειδικότερα, σε ό,τι αφορά την ελληνική κρίση, ο Ντ. Τουσκ τη χαρακτηρίζει ως «την πιο σοβαρή πρόκληση» για τις χώρες τις ευρωζώνης το 2015 και την «πιο σοβαρή από τη συμμετοχή της Ελλάδας στην ευρωζώνη».
Όπως υπογραμμίζει, «οι αποκλίνουσες πολιτικές θέσεις έθεσαν σε κίνδυνο την ενότητα της νομισματικής ένωσης». «Ως πρόεδρος της Συνόδου Κορυφής της ευρωζώνης, ήταν χρέος μου να καταβάλω κάθε προσπάθεια να διασφαλίσω την κοινή κατανόηση μεταξύ της Ελλάδας και των πιστωτών της», σημειώνει ο πρόεδρος Τουσκ, ενώ στη συνέχεια περιγράφει εν συντομία τις πολιτικές διεργασίες που χρειάστηκαν για να επιτευχθεί η συμφωνία της 13ης Ιουλίου του 2015.
Σύμφωνα με τον ίδιο, χρειάστηκαν τρεις έκτακτες Σύνοδοι Κορυφής της ευρωζώνης και μία τακτική Σύνοδος Κορυφής της ΕΕ για την τελική συμφωνία, ωστόσο, όπως σημειώνει ο πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, αν είχε τεθεί το ζήτημα σε επίπεδο ηγετών νωρίτερα θα ήταν «αντιπαραγωγικό». «Θα είχε διαβρώσει περαιτέρω την εμπιστοσύνη μεταξύ των μελών της ευρωζώνης, πολιτικοποιώντας την οικονομική βοήθεια και αποδυναμώνοντας το Eurogroup, ως όργανο λήψης αποφάσεων για τις οικονομικές υποθέσεις της ευρωζώνης», αναφέρει χαρακτηριστικά.
Αναφερόμενος στην τελευταία, 17ώρη σύνοδο της 12ης Ιουλίου, κατά την οποία και επιτεύχθηκε η συμφωνία, τονίζει: «Οι συζητήσεις μας ήταν σημαντικό να επιβεβαιώσουν μια θεμελιώδη αρχή για την οικονομική βοήθεια: οι εταίροι της ευρωζώνης παρέχουν οικονομική βοήθεια μόνο σε χώρες που έχουν υγιείς εθνικές πολιτικές. Όσες ώρες και αν χρειάστηκαν, όμως, δεν υπήρξε ποτέ καμία αμφιβολία ότι δε θα επιτρέψω να αποτύχουν οι συνομιλίες».