«Χθες, περάσαμε το δυσκολότερο. Πιστεύω πως αυτή η ελληνική κυβέρνηση θα συνεχίσει να υπάρχει, πρέπει και μπορεί να συνεχίσει να υπάρχει», τονίζει σε σημερινή συνέντευξή του στο Αυστριακό Πρακτορείο Ειδήσεων (ΑΡΑ) ο Έλληνας υπουργός Εξωτερικών, Νίκος Κοτζιάς.
Ο κ. Κοτζιάς έφθασε απόψε στη Βιέννη για επίσκεψη εργασίας, στο πλαίσιο της οποίας θα έχει αύριο συνομιλίες με τον Αυστριακό ομόλογό του Σεμπάστιαν Κουρτς και με Αυστριακούς κοινοβουλευτικούς, ενώ θα γίνει δεκτός από τον ομοσπονδιακό πρόεδρο της Αυστρίας, Χάιντς Φίσερ. Ο ίδιος πιστεύει επίσης, ότι η Ελλάδα το τρέχον έτος έχει περισσότερους συμμάχους και υπάρχει από τους συμμάχους περισσότερη κατανόηση για την κατάσταση στη χώρα, από ό,τι πριν από έναν χρόνο και «αυτό είναι θετικό».
Στη συνέντευξή του στο ΑΡΑ ο Έλληνας υπουργός Εξωτερικών, αναφερόμενος στις σχέσεις τις Ελλάδας με την Αυστρία, οι οποίες είχαν διαταραχθεί τον περασμένο Φεβρουάριο λόγω του Προσφυγικού, διευκρινίζει πως η ανάκληση από τον ίδιο στην Αθήνα της Ελληνίδας πρέσβειρας στην Αυστρία, δεν είχε γίνει επειδή η Αυστρία και οι χώρες των Δυτικών Βαλκανίων έκλεισαν τη Διαδρομή των Βαλκανίων, αλλά «επειδή διατυπώθηκαν παράλογες κατηγορίες εναντίον της Ελλάδας».
«Αυτό δεν ήταν αντιπαράθεση, αυτό ήταν ένα προληπτικό μέτρο, ώστε να μην υπάρξει αντιπαράθεση. Κάποιοι κατέστησαν την Ελλάδα «αποδιοπομπαίο τράγο», άλλοι διέδιδαν μη ρεαλιστικές προτάσεις για τις δυνατότητές μας», προσθέτει.
Υπογραμμίζοντας πως θετικές δηλώσεις ακούστηκαν από τον Αυστριακό ομοσπονδιακό πρόεδρο Χάιντς Φίσερ, και πως υπήρξαν πολύ θετικά λόγια από την αυστριακή Εκκλησία και τον Καρδινάλιο της Βιέννης, ο υπουργός Εξωτερικών επισημαίνει ότι θεωρεί πως όλα έχουν βελτιωθεί, και ελπίζει ότι αυτή η βελτίωση θα έχει διάρκεια.
Στη συνέχεια, σε σχέση με την συμφωνία ΕΕ-Τουρκίας για τους πρόσφυγες, παρατηρεί πως ο πρόσφατα παραιτηθείς πρωθυπουργός Νταβούτογλου, ήταν εκείνος με τον οποίο η Ευρώπη έκανε τη συμφωνία και πως ο ίδιος ο κ. Κοτζιάς ελπίζει πως η νέα τουρκική κυβέρνηση θα μείνει πιστή στη συμφωνία αυτή. Για το γεγονός δε, ότι η Τουρκία δεν δέχεται πίσω πολλούς ανθρώπους, σημειώνει ότι «ως προς αυτό πρέπει να βελτιώσουμε τις δυνατότητές μας και τις δυνατότητες της Τουρκίας».
Για την κατάσταση των προσφύγων στην Ελλάδα, παρατηρεί πως από το πρόσφατο προσφυγικό κύμα, 54.000 παρέμειναν στην Ελλάδα, 30.000 από αυτούς ζουν σε καταυλισμούς, η πλειονότητα των υπολοίπων, δηλαδή 13.000 έως 14.000, βρίσκονται στην Ειδομένη και δεν καταλαβαίνουν ότι το λογικό είναι να μεταφερθούν σε κανονικούς καταυλισμούς, όπως τους προτείνεται από την κυβέρνηση.
«Έχουμε όμως και κάποιες ΜΚΟ, οι οποίες δικαιολογούν την παρουσία τους, με το να πείθουν τους πρόσφυγες να μην πηγαίνουν στα καταλύματα του ελληνικού κράτους. Επειδή τάχα σήμερα ή αύριο τα σύνορα θα ανοίξουν και πάλι, και τότε δήθεν θα χάσουν την ευκαιρία να πάνε στη Γερμανία ή την Σουηδία. Αυτά τα ψέματα δεν βοηθούν κανέναν, εκτός από λίγους ανθρώπους, που θέλουν να κάνουν μπίζνες», αναφέρει.
Σύμφωνα με τον Έλληνα υπουργό Εξωτερικών, «όσον αφορά την ανθρωπιστική κρίση, πρέπει να υπενθυμίσουμε, ότι και εμείς στην Ελλάδα έχουμε ανθρώπους, που είναι άστεγοι. Στην Ελλάδα έχουμε έναν συνδυασμό οικονομικής και προσφυγικής κρίσης, που δεν κάνει ευκολότερη τη ζωή όλων, και των Ελλήνων και των προσφύγων».
Τέλος, ερωτώμενος για την ψήφιση των νέων νομοσχεδίων, επισημαίνει πως η Βουλή ψήφισε όλα τα νομοσχέδια που είχαν ζητηθεί και είχαν ρεαλιστικό χαρακτήρα και έχει ξεκινήσει η εφαρμογή της πλειονότητας αυτών των νόμων, ενώ, όπως σημειώνει, «εκείνο που δεν είναι λογικό, είναι ότι υπάρχουν δυνάμεις, όπως το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, που έρχονται μετά από ένα χρόνο και θέλουν το πρόγραμμα που συμφωνήσαμε πέρυσι να αλλάξει. Αυτό δεν είναι παιχνίδι όπου κανείς απλώς παίζει, και όπου κάθε πέντε ή έξι μήνες σκέπτεται κάτι καινούργιο και πιστεύει ότι μπορεί κανείς να εκβιάσει τους Έλληνες με τη δημοσιονομική τους θέση».
Ο ίδιος, όπως σημειώνει, έχει διερωτηθεί δημόσια: «Ο εκβιασμός της Ελλάδας αποτελεί «όπλο» των κέντρων, που θα ήθελαν να υπάρξει ένα Brexit; Έχουμε την προσφυγική κρίση – και αν κάποιοι θέλουν να προκαλέσουν επιπλέον μια νέα ελληνική κρίση, αυτό σημαίνει, ότι επιθυμούν με έμμεσο τρόπο να καθορίσουν και το αποτέλεσμα του βρετανικού δημοψηφίσματος».