Τη βούληση της Ελλάδας «να μη μείνουν άλυτα παλιά προβλήματα που θα δημιουργούσαν δυσκολίες στον ευρωπαϊκό δρόμο της Αλβανίας» υπογράμμισε ο υπουργός Εξωτερικών Νίκος Κοτζιάς σε ομιλία του στο πανεπιστήμιο των Τιράνων.
Τόνισε ακόμη ότι η χώρα μας θέλει «να λυθούν με συνεννόηση, διάλογο, ορθολογισμό και ωριμότητα όσο το δυνατό πιο άμεσα».
«Γενικά», είπε ο υπουργός Εξωτερικών, «οφείλουμε να προσπαθήσουμε ώστε η εξωτερική πολιτική να μην γίνεται όμηρος εσωτερικών σκοπιμοτήτων. Αντίθετα να διευκολύνει την αλληλοκατανόηση ανάμεσα στους δύο λαούς και τα κράτη».
Όπως ανέφερε, «απαιτείται η καταπολέμηση αρνητικών στερεοτύπων που υπάρχουν σε σχολικά εγχειρίδια ή -πολύ συχνότερα- προβάλλονται από τα ΜΜΕ των χωρών μας». «Κάθε συνεργασία», πρόσθεσε, «όπως και το τανγκό, απαιτεί δύο καλούς και προσεκτικούς εταίρους – χορευτές. Δύο που να θέλουν να πετύχουν μαζί και όχι ο ένας σε βάρος του άλλου».
Ο κ. Κοτζιάς τόνισε ότι η ευρωπαϊκή προοπτική της Αλβανίας έχει την καθολική υποστήριξη της χώρας μας, επισημαίνοντας όμως, τη σημασία που έχει η υλοποίηση των πέντε ευρωπαϊκών στόχων που της έχουν τεθεί, η οποία θα συμβάλλει στην προώθηση εσωτερικών μεταρρυθμίσεων αλλά θα φέρει και τα δύο κράτη πιο κοντά [βλ. σχτική: Ράμα: Στηρίζω την επίλυση προβλημάτων Ελλάδας – Αλβανίας].
«Η Αλβανία γίνεται μια σύγχρονη ευρωπαϊκή χώρα και θέλουμε να είμαστε μαζί της σε αυτό το γίγνεσθαι. Από την άλλη, δεν θα πρέπει να ξεχνά κανείς στην Αλβανία ότι το μέλλον της συνδέεται με τις καλές σχέσεις με τηΤο νότια γείτονά της. Ούτε να υποτιμόνται οι δυνατότητες και τα εργαλεία που διαθέτει η Ελλάδα ακόμα και σήμερα», σημείωσε.
Αναφορικά με το Σύμφωνο Φιλίας των δύο χωρών εξέφρασε τη βούληση της κυβέρνησης για επικαιροποίηση και εμπλουτισμό του επισημαίνοντας: «Το σύμφωνο φιλίας και το προοίμιο που θα ενσωματώσουμε σε αυτό θα είναι η επιβεβαίωση της φιλίας και της μη εμπόλεμης κατάστασης ανάμεσα στα δύο κράτη». «Σε αυτή τη συμφωνία» πρόσθεσε, «θα προβλέπεται η συνεργασία των δύο κρατών, έτσι τουλάχιστον προτείνει η πλευρά μας, για την στήριξη της πορείας της Αλβανίας στην Ε.Ε.».
Ως προς τα δικαιώματα της ελληνικής γηγενούς μειονότητας, ο ΥΠΕΞ διατύπωσε την ελπίδα ότι «μια Αλβανία καθοδόν προς την ΕΕ θα πράξει έγκαιρα και με ιδία πρωτοβουλία αυτά που προβλέπουν οι ευρωπαϊκοί νόμοι ως προς την διάχυση σε όλη την επικράτεια της προστασίας των δικαιωμάτων της, αρχής γενομένης από το δικαίωμα στην περιουσία».
Επίσης, αναφέρθηκε στις τρεις γέφυρες που ενώνουν τις δύο χώρες, τους 700.000 Αλβανούς που ζουν στην Ελλάδα εκ των οποίων 140.000 έχουν πάρει την ελληνική υπηκοότητα, στη γηγενή ελληνική μειονότητα στην Αλβανία, τα δικαιώματα της οποίας αποτελούν ιστορική επιταγή και ευρωπαϊκή προοπτική και στην Ορθόδοξη Χριστιανική Εκκλησία της Αλβανίας, που έχει επικεφαλής της έναν σοφό ουμανιστή, τον αρχιεπίσκοπο Αναστάσιο.
Ο υπουργός Εξωτερικών έκανε μνεία στον αποφασιστικό ρόλο των ελληνικών επιχειρήσεων, κατά τη δεκαετία του ’90, στην προώθηση μιας κοινωνικής οικονομίας της αγοράς στην Αλβανία και την ακόμη πιο αποφασιστική παρουσία της Ελλάδας στην πρώτη δεκαετία του 21ου αιώνα στη διαδικασία διάνοιξης του ευρωατλαντικού δρόμου της Νοτιοανατολικής Ευρώπης.
Υπογράμμισε δε ότι «παρά την κρίση της ελληνικής οικονομίας με επιπτώσεις στο σύνολο της κοινωνίας, η Ελλάδα παραμένει με απόσταση η πιο ισχυρή χώρα της περιοχής, και όχι μόνο λόγω του ΑΕΠ της – που παρά την πτώση του κατά 25% είναι πέντε φορές μεγαλύτερο εκείνου της Βουλγαρίας και δέκα εκείνου της Αλβανίας- αλλά και λόγω της συμμετοχής της σε όλους τους δυτικούς θεσμούς και την εμπειρογνωμοσύνη της».