Άρθρο του καθηγητή του Συνταγματικού Δικαίου στην Καθημερινή
Η πρόταση για καθιέρωση ασυμβίβαστου μεταξύ βουλευτικής και υπουργικής ιδιότητας ακούγεται συχνά και από διάφορες πλευρές τα τελευταία χρόνια της κρίσης στην Ελλάδα.
Κατά τη συλλογιστική αυτή, θα ήταν προτιμότερη η στελέχωση των κυβερνήσεων με τεχνοκράτες, κατά τεκμήριο λιγότερο επιρρεπείς από τους (εκλεγμένους με ψήφο προτίμησης) βουλευτές σε πελατειακούς πειρασμούς και γενικότερα σε λογικές πολιτικού κόστους (ή οφέλους), με ελπιζόμενο αποτέλεσμα να αποδειχθούν περισσότερο ωφέλιμοι για τα μακροπρόθεσμα συμφέροντα της χώρας.
Η προβληματική δεν καλύπτει το πρόσωπο του (εκάστοτε) πρωθυπουργού, ίσως επειδή εκείνος θεωρείται ότι εκφράζει τη λαϊκή βούληση, αφού συνήθως αναμένεται να είναι ηγέτης του πλειοψηφούντος κόμματος.
Σε μια δεύτερη ανάγνωση, παρόμοιες προτάσεις ενδεχομένως υπονοούν ότι το ελληνικό πρόβλημα προέκυψε λόγω υπερβολικής δόσης δημοκρατίας ή, πάντως, λόγω υπερβολικής εξάρτησης της πολιτικής «τάξης» από τους ψηφοφόρους, και άρα αυτά χρειάζεται να περιορισθούν.
Πρέπει, ωστόσο, να επισημανθεί, από την οπτική γωνία του συγκριτικού Συνταγματικού Δικαίου, ότι ασυμβίβαστο μεταξύ βουλευτών και υπουργών είναι τουλάχιστον ασυνήθιστο σε κοινοβουλευτικά πολιτεύματα όπου η κυβέρνηση εξαρτάται από την εμπιστοσύνη του νομοθετικού σώματος και συνεπώς συναπαρτίζουν ένα, από πολιτική άποψη, ενιαίο κέντρο εξουσίας.
Αντίθετα, το ασυμβίβαστο συναντάται στα περισσότερα ή σχεδόν σε όλα τα προεδρικά ή και ημιπροεδρικά συστήματα, όπου ο αρχηγός του κράτους εκλέγεται άμεσα από τον λαό και δεν ταυτίζεται κατ’ ανάγκη πολιτικά με την κοινοβουλευτική πλειοψηφία (βλ. Κ. Χρυσόγονου, «Πολιτειολογία», 2016, σ. 123 επ.). Κατάργηση όμως του κοινοβουλευτικού συστήματος στην Ελλάδα και αντικατάστασή του από ημιπροεδρικό ή προεδρικό δεν μπορεί να επιτευχθεί με αναθεώρηση του ισχύοντος Συντάγματος, επειδή θα προσέκρουε στον σκληρό πυρήνα μη αναθεωρητέων διατάξεων κατά το άρθρο 110 παρ. 1.
Εάν, εξάλλου, υποθέσουμε ότι διατηρείται το κοινοβουλευτικό σύστημα και παράλληλα εισάγεται το ασυμβίβαστο, εξαιρουμένου του πρωθυπουργού/αρχηγού κόμματος, τότε η πρακτική συνέπεια θα ήταν η ενίσχυση της υφιστάμενης ούτως ή άλλως εσωκομματικής ηγεμονίας. Οι τεχνοκράτες, δηλαδή δοτοί, υπουργοί θα καθίσταντο πολιτικά ανίσχυροι εντολοδόχοι του κομματικού ηγεμόνα και πρωθυπουργού, ενώ η άσκηση της εξουσίας θα αποκοπτόταν, ακόμη περισσότερο από όσο σήμερα, από την αντίστοιχη πολιτική ευθύνη.
Ομως ο αρχηγοκεντρικός χαρακτήρας των κομμάτων βρίσκεται στο επίκεντρο του ελληνικού προβλήματος, αφού αυτά, αντί να λειτουργούν ως θεσμοποιημένοι οργανισμοί παραγωγής πολιτικής και ιδεολογίας σε συνθήκες δημόσιας διαβούλευσης, μεταλλάχθηκαν σε πελατειακές πυραμίδες που παράγουν οικογενειοκρατία, φαυλοκρατία, διαφθορά και τελικά χρεοκοπία, τόσο για τα ίδια όσο και για το κράτος.
Η Ελλάδα δεν πάσχει από υπερβολική δόση δημοκρατίας, αλλά αντιθέτως από έλλειψη επαρκούς κατοχύρωσης και, κυρίως, εφαρμογής των δημοκρατικών αρχών, ιδίως της εσωκομματικής δημοκρατίας.
Το ζητούμενο δεν είναι άρα να περιορίσουμε περαιτέρω την επιρροή των πολιτών στον σχηματισμό της κρατικής βούλησης, στελεχώνοντας τις κυβερνήσεις με μη-αιρετούς, αλλά να αποκτήσουμε πολιτικά κόμματα η οργάνωση και δράση των οποίων θα εξυπηρετούν την ελεύθερη λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος, όπως επιτάσσει το άρθρο 29 παρ. 1 του Συντάγματος, και όχι ιεραρχίες πολιτευτών ταγμένες στην υπεράσπιση κυρίως προσωπικών συμφερόντων (τους).
Στο πλαίσιο αυτό, έχω την εντύπωση πως, αν θα ήταν επιθυμητή κάποια συνταγματική αλλαγή ως προς τη σύνθεση των κυβερνήσεων, εκείνη θα έπρεπε να συνίσταται μάλλον στην καθιέρωση της βουλευτικής ιδιότητας ως προϋπόθεσης για τον διορισμό σε υπουργική θέση, ώστε να εξαλειφθεί το φαινόμενο των δοτών υπουργών.
Οσο για τη δημόσια διοίκηση, η βελτίωση της λειτουργικότητας και αποδοτικότητάς της δεν θα επιτευχθεί με την αποπολιτικοποίηση των πολιτικών προϊσταμένων των κλάδων της (δηλ. των υπουργών), αλλά με την ενίσχυση της αξιοκρατίας στο πραγματικά τεχνοκρατικό επίπεδο, δηλαδή σε εκείνο των δημοσίων υπαλλήλων.
Και τούτο είναι ζήτημα όχι μόνο θέσπισης των κατάλληλων κανόνων, αλλά επίσης και αλλαγής νοοτροπίας των πολιτικών, των δημοσίων υπαλλήλων και τελικά όλων των πολιτών.
Από αυτήν την άποψη, η κρίση αποτελεί (και) ευκαιρία. Μια άλλη Ελλάδα είναι εφικτή αν τη θέλουν οι Έλληνες.