Εκτός από την νομισματική πολιτική υπάρχει και η κοινωνική πολιτική και σε αυτή θα πρέπει να στρέψουν την προσοχή τους οι θεσμοί της Ευρώπης. Την επισήμανση αυτή έκανε ο Σταύρος Θεοδωράκης προς τον Αντικαγκελάριο της Γερμανίας Ζίγκμαρ Γκάμπριελ τον οποίο συνάντησε το πρωί της Παρασκευής.
Ο Γκάμπριελ συμφώνησε ότι η Ευρώπη πρέπει να «ξανασκεφθεί» το μείγμα της πολιτικής της και να μελετήσει προτάσεις όπως αυτές που έχει κάνει το Ποτάμι για την αντιμετώπιση της νεανικής ανεργίας στην Ελλάδα και γενικότερα στις χώρες του νότου.
Ο Αντικαγκελάριος της Γερμανίας παρέθεσε «πρωινό εργασίας» στον Σταύρο Θεοδωράκη γεγονός που έδωσε την δυνατότητα στους δύο άντρες να ανταλλάξουν απόψεις για το παρών και κυρίως το μέλλον της Ευρώπης μετά το Brexit. Η συνάντηση κράτησε περισσότερο από μια ώρα και έγινε σε ιδιαίτερα φιλικό κλίμα καθώς Γκάμπριελ και Θεοδωράκης διατηρούν επαφή μετά την συνάντηση τους τον Φεβρουάριο του 2015 στο Βερολίνο.
Μετά το τέλος της συνάντηση ο επικεφαλής του Ποταμιού δήλωσε:
«Συμφωνήσαμε ότι θα πρέπει η Ευρώπη να αντιμετωπίσει το μεγάλο πρόβλημα της ανεργίας. Είναι ένα θέμα για το οποίο περισσότερο μιλάμε και λιγότερο πράττουμε. Αναφέρθηκα κυρίως στο θέμα της ανεργίας των νέων, η οποίοι είτε είναι στην Ελλάδα, είτε είναι στην Ιταλία, είτε είναι στην Ισπανία, είναι οι νέοι της Ευρώπης. Και θα πρέπει οι θεσμοί της Ευρώπης να βρουν έναν τρόπο ώστε να ενισχύσουμε τους νέους σε αυτή την προσπάθεια τους. Επίσης, μιλήσαμε για την ανάπτυξη και τις δημόσιες επενδύσεις οι οποίες θα πρέπει να ενισχυθούν από τα Ευρωπαϊκά ταμεία. Ο κ. Γκάμπριελ επισήμανε ότι μπορούν και πρέπει να υπάρχουν μεγάλες δημόσιες επενδύσεις με την ευθύνη της Ευρώπης αλλά θα πρέπει να υπάρχει και στέρεο έδαφος στις χώρες όπου γίνονται αυτές οι επενδύσεις. Να υπάρχει ένα σταθερό φορολογικό καθεστώς, ένα αντί-γραφειοκρατικό καθεστώς. Να υπάρχουν δηλαδή οι συνθήκες για να αποδώσουν αυτές οι επενδύσεις.
Τέλος, μιλήσαμε και για τα μεγάλα οράματα του Κέντρου, της Σοσιαλδημοκρατίας, των Φιλελευθέρων και είναι κοινή μας άποψη ότι η Ευρώπη θα πρέπει να απομακρυνθεί από τις ακραίες φωνές και να προχωρήσει σε ένα δρόμο περισσότερης Ευρώπης και όχι λιγότερης Ευρώπης όπως θέλουν οι Ευρωσκεπτικιστές».