«Βρισκόμαστε αισίως στο 2016 και εξακολουθούμε να είμαστε δέσμιοι ενός παράλογου συνταγματικού περιορισμού που δίνει στην Ελλάδα το προνόμιο να είναι η μόνη ευρωπαϊκή χώρα στην οποία δεν επιτρέπονται ιδιωτικά πανεπιστήμια», δήλωσε ο πρόεδρος της Νέας Δημοκρατίας Κυριάκος Μητσοτάκης αναφερόμενος στο άρθρο 16 του Συντάγματος, σε εκδήλωση για την παρουσίαση του βιβλίου του Τάσου Αβραντίνη με τίτλο: «Εκπαίδευση: Ελεύθερη επιλογή ή μια γάτα που γαβγίζει».
«Θα μπορούσαμε να συζητάμε για 100.000 ενδεχομένους ξένους φοιτητές, 10.000 νέες θέσεις διδακτικού και ερευνητικού προσωπικού και πάνω από 5.000 νέες θέσεις διοικητικού προσωπικού. Αλλά προφανώς, για να γίνουν όλα αυτά, θα πρέπει επιτέλους να σπάσουμε το ιερό ταμπού του άρθρου 16 του Συντάγματος, το απόλυτο τοτέμ της αντιμεταρρύθμισης στη χώρα», σημείωσε ο πρόεδρος της Νέας Δημοκρατίας.
Αναφερόμενος στην πρόταση του συγγραφέα για κουπόνια εκπαίδευσης, τόνισε ότι δεν γνωρίζει «αν είμαστε έτοιμοι να πάμε κατευθείαν σε αυτό το στάδιο και να συζητήσουμε τόσο τολμηρές προτάσεις. Προσωπικά πιστεύω ότι δεν είμαστε ακόμα ώριμοι να το κάνουμε, όχι να το συζητήσουμε, αλλά να πάμε σε αυτή τη λογική. Αλλά ας ξεκινήσουμε τουλάχιστον με ένα πλαίσιο παρεμβάσεων που θα απελευθερώσουν τα σχολεία από τον ασφυκτικό κρατικό έλεγχο και θα δώσουν περισσότερες δυνατότητες επιλογής στους γονείς αλλά και περισσότερο πεδίο αυτονομίας στους δασκάλους, στους διευθυντές για να μπορούν να βελτιώσουν την ποιότητα της παρεχόμενης υπηρεσίας που παρέχουν στα παιδιά».
Παράλληλα, ο κ. Μητσοτάκης επεσήμανε ότι οι κρατικές υπηρεσίες, όποιες και αν είναι αυτές, οφείλουν να είναι στοχευμένες πρωτίστως στον πολίτη και όχι στον πάροχο και εξήγησε: «Η πολιτική, δηλαδή, για την Παιδεία – για να το πω με πολύ απλά λόγια – πρέπει να βάζει πρώτα το μαθητή και το φοιτητή, όχι το δάσκαλο και τον καθηγητή».
Ο πρόεδρος της ΝΔ επιτέθηκε στην κυβέρνηση καταλογίζοντάς της ότι «έχει εγκλωβιστεί σε συντεχνειακά ζητήματα και σε συνθήματα του χθες, που δυστυχώς δεν παρακολουθούν τις ραγδαίες αλλαγές που συντελούνται στο χώρο της εκπαίδευσης παγκόσμια».
Σημείωσε επίσης ότι στη χώρα μας δεν γίνεται καμία απολύτως συζήτηση για το ποιες ειδικότητες και ποιες δεξιότητες χρειαζόμαστε, λαμβάνοντας υπ’ όψιν τον παραγωγικό μετασχηματισμό της οικονομίας. «Αν δηλαδή είναι προς όφελος της εθνικής οικονομίας, να παράγουμε τον αριθμό των δικηγόρων, των γιατρών ή των μηχανικών που παράγουν σήμερα τα πανεπιστήμια. Και σίγουρα δεν γίνεται καμία απολύτως συζήτηση για το πώς αλλάζει η ίδια η αγορά εργασίας, ως αποτέλεσμα των ραγδαίων εξελίξεων στον τομέα της τεχνολογίας», διευκρίνισε.
Συνεχίζοντας την κριτική στην κυβέρνηση είπε ότι «αντί να σκέπτεται με όρους 2030, μας επιστρέφει ουσιαστικά πίσω στο 1982. Κατεδαφίζει ό,τι καλό έγινε στο χώρο της Παιδείας, για να ικανοποιήσει τελικά τη δική της σκληρή εκλογική πελατεία». Αναφέρθηκε επίσης στον νόμο 4009/2011, ο οποίος, όπως είπε, «ξηλώνεται μεθοδικά και βάσει συγκεκριμένου σχεδίου».
Συμπλήρωσε την κριτική του λέγοντας ότι «το ξήλωμα και η παρέμβαση στην Παιδεία δεν περιορίστηκε μόνο στην ανώτατη εκπαίδευση. Έχουμε ένα συνολικό πλαίσιο παρεμβάσεων και στη λειτουργία των σχολείων με την κατάργηση ουσιαστικά των πρότυπων σχολείων, την επαναφορά του κομματισμού στις επιλογές των διευθυντών και μια σειρά από αυθαίρετες και μη μελετημένες προτάσεις για τον προγραμματισμό του τρόπου λειτουργίας του Γυμνασίου».