Τον κίνδυνο διάσπασης του ευρωπαϊκού οικοδομήματος επισημαίνει σε άρθρο του στην γερμανική εφημερίδα Handelsblatt» ο Αντιπρόεδρος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και ευρωβουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ, Δημήτρης Παπαδημούλης, επισημαίνοντας παράλληλα ότι η Ε.Ε. χρειάζεται κοινωνική και περιφερειακή συνοχή και όχι λιτότητα.
Συγκεκριμένα, στο άρθρο του ο Έλληνας ευρωβουλευτής διαπιστώνει ότι «το οικονομικό και κοινωνικό χάσμα μεταξύ των κρατών-μελών βαθαίνει όλο και περισσότερο, με τον κίνδυνο διάσπασης και αποδόμησης του ευρωπαϊκού οικοδομήματος να ενδυναμώνεται καθημερινά», επισημαίνοντας παράλληλα ότι «σε αυτήν την κρίσιμη καμπή, μετά την απόφαση για Brexit, με τα υπαρξιακά διλήμματα για το μέλλον της Ευρώπης να κλονίζουν τους πολίτες της, όλες οι δημοκρατικές και προοδευτικές πολιτικές δυνάμεις που πιστεύουν στην Ευρωπαϊκή Ενοποίηση οφείλουν να εντατικοποιήσουν τις προσπάθειες για να βγει η Ένωση από το τέλμα που βρίσκεται».
Ακολουθεί το άρθρο μεταφρασμένο στα ελληνικά
«Η Ευρώπη χρειάζεται πολιτικές κοινωνικής και περιφερειακής σύγκλισης, όχι λιτότητας»
Του Δημήτρη Παπαδημούλη*
Το οικονομικό και κοινωνικό χάσμα μεταξύ των κρατών-μελών βαθαίνει όλο και περισσότερο, με τον κίνδυνο διάσπασης και αποδόμησης του ευρωπαϊκού οικοδομήματος να ενδυναμώνεται καθημερινά. Η Ευρωπαϊκή ηγεσία -και κυρίως το Συμβούλιο- αδυνατεί να διαχειριστεί τις πολιτικές που η ίδια επέλεξε να εφαρμόσει, που δεν είναι άλλες από την κατάλληλη αξιοποίηση του περίφημου «πακέτου Γιούνκερ», την καταπολέμηση της ανεργίας, την αύξηση στοχευμένων επενδύσεων σε παραγωγικούς τομείς, ιδιαίτερα των χωρών που έχουν πληγεί από την οικονομική κρίση και τις πολιτικές λιτότητας.
Η ανησυχία για το μέλλον της Ευρωπαϊκής Ένωσης απασχολεί πριν απ’ όλα τους Ευρωπαίους πολίτες για το πού αυτή οδηγείται. Απασχολεί όμως ιδιαίτερα την ηγεσία των ΗΠΑ τα τελευταία τέσσερα χρόνια. Κι αυτό γιατί το παγκόσμιο οικονομικό σύστημα έχει αναπτύξει και διαμορφώσει τέτοιους συνεκτικούς μηχανισμούς αλληλεπίδρασης, που καθιστούν αναγκαία τη χάραξη μιας μίνιμουμ κοινής πορείας. Τα τελευταία χρόνια, η διοίκηση Ομπάμα με κάθε τρόπο διατυπώνει την ανησυχία της για τη δογματική εμμονή στις πολιτικές λιτότητας και τις συνέπειες αυτής για την ευρωπαϊκή συνοχή, αλλά και για τις επιπτώσεις της στην παγκόσμια οικονομία.
Η Ε.Ε. και οι θεσμοί της οφείλουν πρώτα και κύρια οι ίδιοι να αντιληφθούν ότι η ευρωπαϊκή ενοποίηση όχι μόνο δεν προχωράει, αλλά κινδυνεύει με μια μεγάλη ιστορική οπισθοδρόμηση. Σε αυτή την κρίσιμη καμπή μετά την απόφαση για Brexit, με τα υπαρξιακά διλήμματα για το μέλλον της Ευρώπης να κλονίζουν τους πολίτες της, όλες οι δημοκρατικές και προοδευτικές πολιτικές δυνάμεις που πιστεύουν στην Ευρωπαϊκή Ενοποίηση οφείλουν να εντατικοποιήσουν τις προσπάθειες για να βγει η Ένωση από το τέλμα που βρίσκεται.
Αυτόν ακριβώς τον σκοπό εξυπηρέτησε η συνάντηση των ηγετών του ευρωπαϊκού Νότου στην Αθήνα πριν από λίγες ημέρες. Η συνάντηση δεν έγινε για να διχάσει την Ευρώπη, αλλά αντίθετα για να συμβάλλει με συγκεκριμένες προτάσεις σε μια ουσιαστική ενοποίηση της Ε.Ε. Να προτείνει «εργαλεία» που μπορούν να συμβάλλουν σε ό,τι βρίσκεται σήμερα υπό αίρεση: η βιώσιμη ανάπτυξη, οι πολιτικές συνοχής, η σημαντική αύξηση της απασχόλησης, η ενίσχυση της διαφάνειας και της δημοκρατικής νομιμοποίησης και λογοδοσίας των ευρωπαϊκών θεσμών, η ενεργότερη συμμετοχή των πολιτών στη διαδικασία λήψης αποφάσεων.
Ένας από τους βασικότερους πυλώνες της σημερινής οικονομικής πολιτικής στην Ε.Ε. και την Ευρωζώνη, είναι το Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης. Η έξυπνη, ελαστική εφαρμογή του, καθώς και ο διάλογος για την αναθεώρησή του καθίσταται αναγκαία για να υπηρετηθεί πιο αποτελεσματικά ο στόχος μιας διατηρήσιμης και πιο ισχυρής ανάπτυξης. Όλο και περισσότερα κράτη-μέλη δεν τηρούν τις προβλέψεις του, με τις πολιτικές ηγεσίες να εγκλωβίζονται παρά να εμπνέονται από αυτό. Η συζήτηση και η αναζήτηση τρόπων για την αναθεώρησή του έχουν ήδη ξεκινήσει στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, στην Επιτροπή και πρέπει να συνεχιστούν.
Την ίδια περίοδο στην Ελλάδα, η οικονομία παρουσιάζει σημάδια σταθεροποίησης και βελτίωσης, το ίδιο και τα δημόσια οικονομικά. Η κυβέρνηση επιχειρεί να προωθήσει δύο βασικά ζητήματα που άπτονται του ευρύτερου προβληματισμού για το οικονομικό και πολιτικό μέλλον της Ευρώπης.
Το πρώτο ζήτημα αφορά στην συγκεκριμενοποίηση το συντομότερο δυνατόν των άμεσων και μεσοπρόθεσμων μέτρων για ελάφρυνση του δημόσιου χρέους που έχει ήδη αποφασίσει το Eurogroup στις 25 Μαΐου, προκειμένου η ελληνική οικονομία να καταφέρει να σταθεροποιηθεί σε γερές βάσεις και οι επενδυτές να νιώσουν μεγαλύτερη ασφάλεια και να ενισχυθούν οι επενδύσεις.
Το δεύτερο αφορά στην αναγνώριση από τους θεσμούς της ανάγκης για ρεαλιστικά πρωτογενή πλεονάσματα μετά το τέλος του προγράμματος το 2018, ζήτημα το οποίο συνδέεται με την εξασφάλιση μιας βιώσιμης και μακρόπνοης ανάπτυξης και την αξιοποίηση των πλεονασμάτων για την ενδυνάμωση της οικονομίας και της αγοράς.
Και τα δύο αυτά αλληλένδετα ζητήματα είναι τόσο ελληνικού, όσο και ευρύτερα ευρωπαϊκού ενδιαφέροντος. Αυτή ακριβώς η διαπίστωση έχει οδηγήσει πολλές δυνάμεις, από ένα ευρύ φάσμα μέσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση, στο να επιθυμούν διακαώς την αναζήτηση άμεσων λύσεων και την ανάπτυξη συνεργειών, προκειμένου η Ε.Ε. να μην οδηγηθεί σε διάλυση υπό το βάρος καταστροφικών πολιτικών και στην άνοδο των λαϊκιστικών ακροδεξιών δυνάμεων σε όλο και περισσότερα κράτη.
Η συμβολή και ο ρόλος της Γερμανίας στην προσπάθεια αυτή πρέπει να είναι προωθητικός, με την πολιτική ηγεσία της να αναγνωρίζει ότι στην Ευρώπη των 27 στόχος είναι η όσο το δυνατόν μεγαλύτερη και ουσιαστικότερη σύγκλιση, και όχι η ομαδοποίηση ή η δημιουργία διασπαστικών συμμαχιών, που θέτουν εν αμφιβόλω την κοινωνική και οικονομική ειρήνη.