Άρθρο του αντιπροέδρου του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και επικεφαλής της ευρωομάδας του ΣΥΡΙΖΑ, Δημήτρη Παπαδημούλη, δημοσιεύει το ειδησεογραφικό δίκτυο Euronews, με θέμα τις τελευταίες εξελίξεις στο ζήτημα της αξιολόγησης, τις “γνωστές τιμωρητικές εμπλοκές”, κυρίως από την πλευρά του Γερμανού υπουργού Οικονομικών Βόλφγκαγκ Σόιμπλε, αλλά και τις σταδιακά ευνοϊκές ισορροπίες δυνάμεων που διαμορφώνονται στην ΕΕ υπέρ των ελληνικών θέσεων.
Όπως αναφέρει χαρακτηριστικά ο κ. Παπαδημούλης “η Ελλάδα και η κυβέρνηση δεν είναι μόνες τους, αλλά καταφέρνουν με συνέπεια και συνεχείς προσπάθειες να δημιουργούν πολύτιμες συμμαχίες που αναγνωρίζουν τα αποτελέσματα, τις μεταρρυθμίσεις, αλλά και την πάγια θέση του ΣΥΡΙΖΑ για την αναδιανομή του εισοδήματος και την απόδοση κοινωνικής δικαιοσύνης, ακόμα και μέσα σε ένα περιβάλλον ασφυκτικών πιέσεων”.
Υποστηρίζει ότι η γερμανική κυβέρνηση αξιοποιεί επίσης το ΔΝΤ ως δούρειο ίππο για να ασκήσει πολύπλευρη πίεση στην ελληνική κυβέρνηση, σημειώνοτας οτι η καθυστέρηση στην ολοκλήρωση της αξιολόγησης του ελληνικού προγράμματος οφείλεται στην επιδίωξη της γερμανικής ηγεσίας
Ακολουθεί ολόκληρο το άρθρο του κ. Παπαδημούλη:
“Η Ελλάδα και οι ευρωπαίοι σύμμαχοί της, θα αντισταθούν στις γερμανικές πιέσεις
Η δεύτερη αξιολόγηση του ελληνικού προγράμματος πρέπει και μπορεί να ολοκληρωθεί στο Eurogroup της 26ης Ιανουαρίου 2017, παρά τα εμπόδια και την καθυστέρηση, κυρίως από την πλευρά του Γερμανού Υπουργού Οικονομικών Βόλφγκαγκ Σόιμπλε. Οι γνωστές τιμωρητικές εμπλοκές, τις οποίες έχει συνηθίσει η ελληνική κυβέρνηση, δεν αρκούν για να γκρεμίσουν ό,τι με κόπο έχει χτιστεί τα δύο αυτά χρόνια στην Ελλάδα: θετικοί δημοσιονομικοί δείκτες, σταθερή μείωση της ανεργίας, επιστροφή τμήματος του πλεονάσματος στις αδύναμες κοινωνικές ομάδες, σταδιακή αποκατάσταση του επενδυτικού κλίματος, θετικές αποφάσεις για το ελληνικό χρέος, ανάπτυξη συμμαχιών σε επίπεδο θεσμών, πολιτικών ηγετών, και Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου.
Η Ελλάδα και η κυβέρνηση δεν είναι μόνες τους, αλλά καταφέρνουν με συνέπεια και συνεχείς προσπάθειες να δημιουργούν πολύτιμες συμμαχίες που αναγνωρίζουν τα αποτελέσματα, τις μεταρρυθμίσεις, αλλά και την πάγια θέση του ΣΥΡΙΖΑ για την αναδιανομή του εισοδήματος και την απόδοση κοινωνικής δικαιοσύνης, ακόμα και μέσα σε ένα περιβάλλον ασφυκτικών πιέσεων.
Πριν από δύο σχεδόν χρόνια, τον Ιανουάριο του 2015, η ελληνική κυβέρνηση ήταν σχεδόν μόνη της, χωρίς συμμάχους, ενώ σήμερα ο κ. Σόιμπλε είναι εκείνος που βρίσκεται εγκλωβισμένος στις ιδεοληψίες του και στην τακτική του για συνεχείς επιβαρύνσεις της ελληνικής κοινωνίας και οικονομίας, και κυρίως στην προσπάθειά του να ναρκοθετεί και καθυστερεί με κάθε τρόπο τις συμφωνίες και υποχρεώσεις των εταίρων που απορρέουν από την συμφωνία του περασμένου Ιουλίου. Ο κ. Σόιμπλε συμπεριφέρεται σαν τον πυρομανή που παίζει με τα σπίρτα μέσα σε μια αποθήκη καυσίμων, θέτοντας συνολικά σε κίνδυνο το ευρωπαϊκά οικοδόμημα, την κοινωνική συνοχή και αλληλεγγύη, τροφοδοτώντας με επιχειρήματα τις διαλυτικές, λαϊκιστικές και ακροδεξιές δυνάμεις στην Ευρώπη.
Η επιλογή της ελληνικής κυβέρνησης να χορηγήσει έκτακτη οικονομική ενίσχυση στους χαμηλοσυνταξιούχους και η αναστολή αύξησης του ΦΠΑ στα νησιά του Ανατολικού και Βορείου Αιγαίου που πλήττονται από την προσφυγική κρίση δεν επηρεάζει τους δημοσιονομικούς στόχους του 2017 και 2018, ενώ ποτέ, σε κανένα Eurogroup, δεν αποφασίστηκε “πάγωμα” της εφαρμογής των μέτρων ελάφρυνσης του ελληνικού χρέους. Επί της ουσίας, δεν πρόκειται για μονομερή ενέργεια της ελληνικής πλευράς, όπως αυθαιρέτως κάποιοι κύκλοι άφησαν να εννοηθεί την προηγούμενη εβδομάδα, αλλά για μονομερή ενέργεια του Σόιμπλε, την οποία οι Σουλτς, Μοσκοβισί, Πιτέλλα, Ρέγκλινγκ, Ντομπρόβσκις, Ολαντ, Σαπίν, με εντυπωσιακή ένταση και έκταση, έσπευσαν άμεσα και συντονισμένα να καταδικάσουν με τις δηλώσεις τους.
Η γερμανική κυβέρνηση αξιοποιεί επίσης το ΔΝΤ ως δούρειο ίππο για να ασκήσει πολύπλευρη πίεση στην ελληνική κυβέρνηση. Επί της ουσίας, η γερμανική δεξιά και το ΔΝΤ επιδιώκουν, ασκώντας πίεση στην Ελλάδα, να διατηρήσουν ανέπαφο το υπάρχον δημοσιονομικό πλαίσιο στην Ευρωζώνη, αποτρέποντας κάθε περιθώριο αναθεώρησης, ευελιξίας και προσαρμογής σε ένα μοντέλο που θα ενδυναμώνει την ανάπτυξη και την κοινωνική συνοχή.
Η καθυστέρηση στην ολοκλήρωση της αξιολόγησης του ελληνικού προγράμματος οφείλεται στην επιδίωξη της γερμανικής ηγεσίας να κρατήσει ζωντανή και ενεργή την παρουσία του Ταμείου στο πρόγραμμα, έχοντας πρώτα διερευνήσει και τις προθέσεις της νέας αμερικανικής ηγεσίας, αλλά και στην πρόθεσή της να “τρίξει τα δόντια” στην ελληνική κυβέρνηση, έχοντας το βλέμμα στις εσωτερικές πολιτικές εξελίξεις στην Γερμανία. Μια “αυστηρή στάση” απέναντι στους Έλληνες ενδέχεται να ενδυναμώσει τους συντηρητικούς Γερμανούς του CDU και CSU, να συσπειρώσει και να “τραβήξει” πίσω ψηφοφόρους που έχουν καταφύγει στο λαϊκιστικό και ξενοφοβικό AfD. Μια πιο διορατική και ευέλικτη στάση απέναντι στην Ελλάδα ή, για να το θέσουμε διαφορετικά, μια στάση που σέβεται και αναγνωρίζει τόσο το περιεχόμενο της συμφωνίας όσο και τις επιτυχίες της ελληνικής κυβέρνησης, θα ήταν εις βάρος των “γερακιών” της γερμανικής δεξιάς.
Ωστόσο, οι συνθήκες για την αμφισβήτηση της παρούσας γερμανικής ηγεσίας έχουν ήδη τεθεί σε ευρωπαϊκό επίπεδο, αλλά και στη Γερμανία, όπου οι δυνάμεις των Σοσιαλιστών, της Αριστεράς και των Πρασίνων συσπειρώνονται και αμφισβητούν την πρωτοκαθεδρία της συντηρητικής ακροδεξιάς. Η ελληνική κυβέρνηση, αυτή τη στιγμή, υποστηρίζεται από την Κομισιόν, από την γαλλική κυβέρνηση, από τους Σοσιαλιστές και τους Πράσινους στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, αλλά και από τις αντίστοιχες προοδευτικές δυνάμεις στο εσωτερικό της γερμανικής πολιτικής σκηνής. Είναι η πρώτη φορά, μετά από έναν μακρύ διαπραγματευτικό αγώνα, που οι συμμαχίες της ελληνικής κυβέρνησης στην ΕΕ και την Ευρωζώνη μπορεί να οδηγήσουν σε θετικές εξελίξεις, όχι μόνο για το ελληνικό πρόγραμμα, αλλά συνολικά για το ευρωπαϊκό οικοδόμημα.
Η ελληνική κυβέρνηση προχωρά με σταθερότητα και αποφασιστικότητα. Οι προοδευτικές δυνάμεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης οφείλουν να εμπνευστούν περισσότερο από τις προσπάθειες και την επιμονή της κυβέρνησης και να διαμορφώσουν τις συνθήκες ώστε μέσα στο 2017 να δοθεί τέλος στις καταστρεπτικές πολιτικές λιτότητας, και να ανοίξει ο δρόμος για πολιτικές ανάπτυξης, απασχόλησης, κοινωνικής συνοχής”.