«Οι επόμενες εκλογές θα γίνουν το 2019. Αυτήν την απόφαση έχει πάρει το κόμμα με τα συλλογικά του όργανα, αλλά αυτό είναι και το σωστό για την ελληνική κοινωνία», τόνισε ο γραμματέας της κεντρικής επιτροπής του ΣΥΡΙΖΑ, Πάνος Ρήγας.
Σε συνέντεξή του στον τηλεοπτικό σταθμό ΣΚΑΪ ο Π. Ρήγας επεσήμανε ότι «η ανάπτυξη δεν αποτελεί, πλέον, μία προοπτική για τη χώρα, αλλά καταγράφεται με συγκριμένα στοιχεία», συμπληρώνοντας πως «όσοι θέλουν να φύγει η ελληνική κυβέρνηση βιάζονται να επανέλθουν στην εξουσία για να εξακολουθήσουν να στηρίζουν τη διαπλοκή και τα συμφέροντα που παραδοσιακά εξυπηρετούν».
Ως προς το ζήτημα της ολοκλήρωσης της β’ αξιολόγησης, ανέφερε ότι «πρέπει να ξεπεραστούν οι διαφορές μεταξύ θεσμών και ΔΝΤ και να ολοκληρωθεί όσο το δυνατόν γρηγορότερα η β’ αξιολόγηση». Όπως πρόσθεσε, ότι ο Γερμανός υπουργός Οικονομικών, Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, έχει κάνει και στο παρελθόν ανάλογες δηλώσεις, «το θέμα, όμως, δεν είναι, πλέον, πόσο μπορούν να πιέσουν την Ελλάδα».
«Οι θεσμοί οφείλουν να σταθούν στο ύψος των περιστάσεων, γιατί πρόβλημα δεν έχει μόνο η Ελλάδα, αλλά ολόκληρος ο ευρωπαϊκός Nότος», σημείωσε για να υπογραμμίσει ότι «τα προβλήματα αυτά, λοιπόν, αφορούν τη συνοχή της ίδιας της Ευρώπης και των οικονομιών της».
Ο κ. Ρήγας εξέφρασε την πεποίθηση ότι «και η αξιολόγηση θα κλείσει και οι συσχετισμοί μέσα στην Ευρώπη έχουν αλλάξει σημαντικά τον τελευταίο χρόνο». Βάλλοντας κατά της ΝΔ, ανέφερε ότι «προφανώς, οι νεοφιλελεύθερες δυνάμεις εξακολουθούν να επιμένουν και εδώ έχει τεράστιες ευθύνες η ΝΔ, που τηρεί σιγή ιχθύος στις δηλώσεις Σόιμπλε και τις ακραίες απαιτήσεις του ΔΝΤ». «Δυστυχώς, η Νέα Δημοκρατία παραμένει δεμένη στο άρμα του νεοφιλελευθερισμού σε βάρος της χώρας», τόνισε.
Σχετικά με την πορεία της οικονομίας και το ενδεχόμενο νέας συμφωνίας με τους θεσμούς, ο γραμματέας της ΚΕ του ΣΥΡΙΖΑ, επεσήμανε ότι «δεν υπάρχει καμία περίπτωση, λογική ή ανάγκη νέας συμφωνίας» και πως «έχουμε ήδη μία συμφωνία που τηρήθηκε και μάλιστα με τον καλύτερο δυνατό τρόπο για την οικονομία».
Πρόσθεσε, δε, ότι το πλεόνασμα υπερβαίνει το 1,5% και υπενθύμισε πως «η κυβέρνηση επέλεξε να επιστρέψει στο μέτρο του δυνατού ένα τμήμα της υπεραπόδοσης των εσόδων σε μία από τις οικονομικά ασθενέστερες ομάδες της κοινωνίας». Σε αυτό το πλαίσιο, κάλεσε όσους έλεγαν πως δεν πρέπει να δοθεί αυτή η ενίσχυση, να απαντήσουν στην ελληνική κοινωνία.