Τις τελευταίες εξελίξεις, από την καθυστέρηση στο κλείσιμο της αξιολόγησης ως το ΔΟΛ και τα εσωκομματικά του ΠΑΣΟΚ σχολίασε ο Ευάγγελος Βενιζέλος μιλώντας στο ΒΗΜΑ FM.
Για την κατάσταση στον ΔΟΛ
Σχολιάζοντας τις εξελίξεις στο ΔΟΛ, ο κ. Βενιζέλος είπε: «Υπάρχει μία αλλοίωση των θεσμών, δεν είναι αντίθεση προς την κοινή λογική, νομίζω ότι είναι ένα ολόκληρο σχέδιο που διακλαδώνεται σε όλο το σώμα των θεσμών της φιλελεύθερης αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας.
Έχουμε προβλήματα στη δικαιοσύνη, προβλήματα εσωτερικής κυρίως ανεξαρτησίας. Έχουμε προβλήματα στις ανεξάρτητες αρχές, με κορυφαίο παράδειγμα το Εθνικό Συμβούλιο Ραδιοτηλεόρασης, αλλά όχι μόνο.
Έχουμε προβλήματα στα μέσα ενημέρωσης, από τις τηλεοπτικές άδειες, δηλαδή από ένα σχέδιο ολόκληρο που ανέκοψε η Ολομέλεια του Συμβουλίου Επικρατείας, μέχρι την αδιαφορία για αυτό που συμβαίνει με τις υπερχρεωμένες επιχειρήσεις στον Τύπο και την προσπάθεια διείσδυσης, πολιτικής διείσδυσης και κηδεμόνευσης των υπερχρεωμένων και άρα υπό εκβιασμό μέσων ενημέρωσης.
Πρέπει, δυστυχώς, το μυαλό μας να κάνει μία σύνδεση αυτών που συμβαίνουν στην Ελλάδα με αυτά που συμβαίνουν σε άλλες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όχι μακριά από την Ευρώπη, μέσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση, όπως είναι η Ουγγαρία και η Πολωνία, όπου έχουμε ακριβώς προβλήματα απόπειρας ελέγχου των μέσων ενημέρωσης και απόπειρας ελέγχου της δικαιοσύνης και ιδίως των συνταγματικών δικαστηρίων.
Θα μου πείτε, υπάρχει πρόβλημα πράγματι δημοκρατίας και κράτους δικαίου στη χώρα μας; Ναι, υπάρχει πρόβλημα δημοκρατίας και κράτους δικαίου και πιστεύω ότι ένα από τα πολύ κακά αποτελέσματα αυτής της όσμωσης της αξιακής ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, αυτής της σχέσης της παλιάς ριζοσπαστικής Αριστεράς, της Αριστεράς των κινημάτων με την ακροδεξιά εθνικιστική αντίληψη, την εθνικολαϊκιστική αντίληψη. Είναι η διάθεση υποτίμησης των θεσμών ή η χρηστική αντίληψη των θεσμών.
Για την αξιολόγηση
Όσον αφορά στις εξελίξεις με την αξιολόγηση ο Ευάγγελος Βενιζέλος ανέφερε ότι βλέπει το απόλυτο αδιέξοδο και επανέλαβε τους φόβους του ότι ο Ιούνιος του 2017 αν δεν έχει κλείσει η αξιολόγηση να είναι επανάληψη του Ιουλίου του 2015 «χωρίς τις αντιστάσεις και τις δυνατότητες που είχαμε τότε, γιατί έχουμε κουράσει και έχουμε κουραστεί».
Και συμπλήρωσε: «Άρα, λοιπόν, το σενάριο των εκλογών που θέσατε προηγουμένως: εάν ο κ. Τσίπρας είχε στοιχειώδη αίσθηση εθνικού συμφέροντος και στοιχειώδη μέριμνα για την προοπτική του χώρου του, θα είχε κάνει προ πολλού εκλογές, θα είχε κάνει εχθές εκλογές. Αλλά νομίζω ότι επικρατεί η διάθεση νομής της εξουσίας με ό,τι αυτό σημαίνει και πιστεύω ότι επάνω σε αυτήν την ωμή επιθυμία άσκησης της εξουσίας οικοδομείται μία αφήγηση την οποία την είπε νομίζω με πολύ απλοϊκό τρόπο ο κ. Φλαμπουράρης, «θα έρθει το 2017-2018 μία ανάπτυξη που θα τρίβουμε τα μάτια μας».
Αυτό, δυστυχώς, δεν θα συμβεί γιατί δεν υπάρχουν στοιχειώδεις προϋποθέσεις, δεν μπορεί να επιτευχθεί αυτό χωρίς ισχυρό τραπεζικό σύστημα που λειτουργεί, χωρίς ρευστότητα, χωρίς επιστροφή καταθέσεων, χωρίς δανειοδοτήσεις, χωρίς ένα επενδυτικό κλίμα όχι λίγων μεγάλων ξένων επενδύσεων αλλά οριζόντιο, διάχυτο, όπου η κάθε ελληνική επιχείρηση κάτι κάνει για να κινηθεί η οικονομία και ο πολίτης, το νοικοκυριό έχει τη διάθεση και τη δυνατότητα να καταναλώσει για να αυξηθεί το ΑΕΠ.
Δεν γίνεται αυτό χωρίς μεταρρυθμιστική διάθεση, χωρίς αλλαγές στις αγορές, στην αγορά προϊόντων, στην αγορά υπηρεσιών, δεν γίνεται αυτό χωρίς αλλαγές στη δημόσια διοίκηση, στη δικαιοσύνη, και επειδή δεν υπάρχει πραγματικά καμία μεταρρυθμιστική διάθεση, δεν υπάρχει κανένα σχέδιο για την πραγματική οικονομία, δεν υπάρχει κανένα σχέδιο για τις τράπεζες, πλην αυτών που υπαγορεύει η Ευρωπαϊκή Ένωση, το SSM, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα.
Αδιέξοδο
Επειδή δεν υπάρχει στην πραγματικότητα καμία πλατφόρμα επαναδιαπραγμάτευσης με τους εταίρους, όπου πηγαίνουμε ως κακοί μαθητές και εισπράττουμε τιμωρία, η χώρα οδηγείται σε αδιέξοδο. Γιατί πράγματι και να ψηφιστούν αυτά τα μέτρα θα κληθεί να τα εφαρμόσει μία επόμενη κυβέρνηση, μία κυβέρνηση μετά το 2018-2019.
Άρα υπάρχει και ένα θέμα δημοκρατικής νομιμοποίησης, υπάρχει και ένα θέμα, ας το πούμε, ενημέρωσης και συναίνεσης του ελληνικού λαού και των πολιτικών δυνάμεων, άρα είμαστε, κατά τη γνώμη μου, σε απόλυτο αδιέξοδο.
Το πλάνο Β, το πλάνο Β της δραχμής, το πλάνο Β του Grexit, το πλάνο Β της συνομωσιολογίας, το οποίο το εξέφρασε ξανά ο κ. Λαφαζάνης λέγοντας ότι μέσα στο 2017 δεν θα το γλιτώσουμε, θα πάμε στη δραχμή, θα γίνει επιτέλους το όνειρό μας με το νομισματοκοπείο και το λέει ο άνθρωπος επειδή το πιστεύει. Αυτός το λέει επειδή το πιστεύει, αυτή είναι η διαφορά με τον κ. Τσίπρα που δεν πιστεύει σε απολύτως τίποτα. Λοιπόν, αυτό το πλάνο Β έχει πια αυτονομηθεί, δηλαδή δεν είναι πια ένα πολιτικό πλάνο, δεν είναι ένα πλάνο καθοδηγούμενο.
Αυτό αφορά πια την στάγδην, σταγόνα-σταγόνα δηλητηρίαση της νοοτροπίας της κοινής γνώμης, η οποία γίνεται ευρωσκεπτιστική, έντονα ευρωσκεπτιστική, αντιευρωπαϊκή.
Αρχίζει να πιστεύει βαθιά ότι μας έβλαψε η συμμετοχή στην ΟΝΕ, ότι μας έβλαψε η συμμετοχή στην Ευρωπαϊκή Ένωση, ότι κάναμε λανθασμένες επιλογές με τον Κωνσταντίνο Καραμανλή και την ένταξη στις τότε ευρωπαϊκές κοινότητες, με τον Ανδρέα Παπανδρέου που δεν έφυγε και με τον Κώστα Σημίτη που μας έβαλε στην ΟΝΕ. Βεβαίως αυτό φαίνεται στα υψηλά ποσοστά στις δημοσκοπήσεις που μιλούν για Grexit με την έννοια της εξόδου από την Ευρωπαϊκή Ένωση αλλά και Grexit με την έννοια της επιστροφής στο εθνικό νόμισμα, χωρίς να καταλαβαίνει ο κόσμος ότι η επιστροφή στη δραχμή δεν σημαίνει…».
Στη συνέχεια, μάλιστα, διευκρίνισε ότι επιστροφή στη δραχμή «δεν σημαίνει ότι θα αποκτήσει ευελιξία η Ελλάδα, ότι θα μειωθεί το χρέος της, ότι θα λυθεί το πρόβλημα των κόκκινων δανείων, ότι θα αποκτήσουμε θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης, ότι θα βοηθήσουμε μία ρωμαλέα ελληνική εξαγωγική βιομηχανία η οποία θέλει χαμηλές ανταγωνιστικές τιμές στη διεθνή αγορά. Δεν έχουμε τέτοια εμείς.
Απλώς θα απαξιώσουμε το μόνο στην πραγματικότητα εξαγωγικό προϊόν που έχουμε, που είναι ο τουρισμός, και θα χάσουμε πάνω σε αυτό που χάσαμε με την εσωτερική υποτίμηση, ας πούμε το 30% του εισοδήματος, το 30% του ΑΕΠ για να διασώσουμε το 70%, επειδή είχαμε μπει τυφλά στην ανάπτυξη και τη μεγέθυνση της εποχής μετά το 2001, επάνω σε αυτό θα χάσουμε πλέον από την εξωτερική, τη νομισματική υποτίμηση ό,τι έχει απομείνει και θα γίνει η Ελλάδα «των Ψαρών η ολόμαυρη ράχη», θα γίνει μία ζούγκλα, όπως έχω πει.
Δηλαδή θα υπάρχει ανθρωπιστικό πρόβλημα με την έννοια που έχει ο όρος στις χώρες του τρίτου κόσμου, πρόβλημα το οποίο δεν λύνεται ούτε με κονβόι ούτε με αερογέφυρα, ούτε με το να στέλνουν φάρμακα οι μη κυβερνητικές οργανώσεις οι ευρωπαϊκές, ούτε με μέτρα τα οποία θα λάβει, ας πούμε, η Ευρωπαϊκή Ένωση ή ο ΟΗΕ. Δεν καταλαβαίνουμε ίσως τι σημαίνει αυτό.
Εμείς που είχαμε επεξεργαστεί στο παρελθόν τέτοια σχέδια, γιατί θα μπορούσαμε να έχουμε βρεθεί σε δύσκολες στιγμές όταν ήμασταν στο βυθό της κρίσης το 2011, στις αρχές του 2012, ξέρουμε πάρα πολύ καλά τι σημαίνει αυτό και τι σήμαιναν και οι συνομιλίες που είχα, τα έχω περιγράψει αυτά, με τον κ. Schäuble, δύο-τρεις φορές όταν τέθηκε επιμόνως το ζήτημα αυτό. Αλλά αυτή είναι, ας το πούμε η έλλειψη ιστορικής μνήμης και η έλλειψη υπευθυνότητας ιστορικής. Θεωρεί η κυβέρνηση, θεωρούσε και θεωρεί ίσως ακόμη ότι το Grexit συνιστά όπλο στα χέρια της Ελλάδας, ότι απειλεί την Ευρωζώνη. Μα, η Ευρωζώνη μπορεί να αντιμετωπίσει την έξοδο της Ελλάδος. Την έξοδο της Γερμανίας ή της Ιταλίας δεν μπορεί να αντιμετωπίσει.
Ή θεωρεί ότι το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο και η μη συμμετοχή του είναι όπλο στα χέρια της Ελλάδος. Αποδεικνύεται ότι είναι όπλο στα χέρια του πιο σκληρού πυρήνα του Eurogroup».
Τι απαντά για τις δηλώσεις του Σημίτη
Ερωτώμενος αν συμφωνεί με τη θέση που διατύπωση ο πρώην πρωθυπουργός Κώστας Σημίτης, ότι ότι θα μπορούσαμε να είχαμε αποφύγει αυτό το σκληρό Μνημόνιο, αν είχαμε κάνει μία πιο σκληρή διαπραγμάτευση, ο κ. Βενιζέλος είπε: «Το σκληρό Μνημόνιο με την έννοια των μέτρων προσαρμογής, με την έννοια ότι έπρεπε να μειώσεις δραστικά ένα πρωτογενές έλλειμμα 26 δισεκατομμυρίων Ευρώ, 12,5% του ΑΕΠ, δεν μπορούσαμε να το αποφύγουμε, για να είμαστε απλοί και πρακτικοί.
Η χώρα είχε το 2009 πρωτογενές έλλειμμα, έλλειμμα της χρήσης του 2009, 26 δισεκατομμύρια Ευρώ. Άρα ακόμη και αν δεν πληρώναμε καθόλου χρέους, αν μηδενίζαμε το χρέος, θα έπρεπε να διαχειριστούμε τα δημοσιονομικά μας σε ετήσια βάση με πάρα πολύ σκληρό τρόπο για να μπορούμε να πληρώσουμε μισθούς, συντάξεις, λειτουργία νοσοκομείων, λειτουργία σχολείων.
Ότι θα μπορούσαμε να είχαμε κάνει καλύτερη διαχείριση των εκδόσεων ελληνικών ομολόγων ή των εντόκων γραμματίων και να διατηρήσουμε κάπως την πρόσβασή μας στις αγορές ή να μη διεκτραγωδούμε την κατάστασή μας, να μην εμφανίζουμε την Ελλάδα ως μία χώρα ανέντιμη, απολύτως διεφθαρμένη, με το ένα πόδι ήδη στην πτώχευση, αυτό εντάξει, ναι, βεβαίως, θα μπορούσαμε να το έχουμε αντιμετωπίσει.
Αλλά μιλάμε για το 2010, μιλάμε για μία εξέλιξη η οποία είναι γρήγορη, ραγδαία, ιλιγγιώδης, από ένα σημείο και μετά ανεξέλεγκτη, γιατί δεν είχε κανείς, ούτε οι ξένοι ούτε οι εταίροι μας, συνείδηση του μεγέθους των αναγκών χρηματοδότησης. Ξεκίνησε η θεωρία ότι θα πάρουμε 9 δις από το ΔΝΤ, μετά να πάρουμε 30 δις από τους Ευρωπαίους και το ΔΝΤ, μετά 50 δις, μετά 70 δις, φθάσαμε στα 110 δις και απεδείχθη ότι χρειαζόμασταν άλλα 180 δις, τα οποία προστέθηκαν με το δεύτερο πρόγραμμα.
Χρειαζόμασταν και κούρεμα του χρέους, το οποίο δεν είχε γίνει το 2010, γιατί το 2010 δεν δέχονταν, ούτε η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα ούτε το Eurogroup, τη λογική του κουρέματος. Έπρεπε να τη φτιάξουμε σταδιακά τη λογική αυτή και επειδή είναι πια η περίοδος που μπαίνω εγώ στο παιχνίδι αυτό –και αναλαμβάνω μία ευθύνη που δεν μου ανήκε, θα μου επιτρέψετε να πω– ξέρω τις δυσκολίες της διαπραγμάτευσης, τι σημαίνει διαπραγμάτευση όταν είσαι από κάτω, στον πάτο και είναι όλοι από επάνω και σε πατούν ή περιμένουν να δουν τι θα κάνεις.
Άρα, βεβαίως αυτό που λέει ο κ. Σημίτης είναι έτσι, αφορά κατά τη γνώμη μου πρωτίστως την περίοδο μέχρι τις εκλογές του 2009 –την περίοδο 2008-2009, που είναι δύο πολύ κρίσιμα χρόνια– και αφορά και τη ρητορεία και τους χειρισμούς του πρώτου εξαμήνου της νέας κυβέρνησης, με δεδομένο βέβαια ότι δεν υπήρχαν τότε ούτε καν οι νομικές προϋποθέσεις για ολοκληρωμένη παρέμβαση.
Γιατί αυτά που ξέρουμε τώρα –το ESM, δυνατότητα να συγκροτηθούν μηχανισμοί αντιμετώπισης κρίσεων– δεν υπήρχαν, δηλαδή έπρεπε να φτιαχτούν εκ των ενόντων και με αντιρρήσεις πάρα πολύ σοβαρές.