Ως σύμβολο του αγώνα για την ειρήνη και την Δημοκρατία στην μετεμφυλιακή Ελλάδα, χαρακτήρισε ο πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας τον Νίκο Μπελογιάννη, μιλώντας στην εκδήλωση που πραγματοποιήθηκε στην πλατεία που φέρει το όνομα του αγωνιστή, λίγη ώρα μετά την κατάθεση στεφάνων στην προτομή του εμβληματικού προσώπου που έμεινε στην συλλογική μνήμη, ως «ο άνθρωπος με το γαρύφαλλο».
«Αποτελεί απόδοση τιμής σε έναν άνθρωπο που έγινε σύμβολο του αγώνα για ειρήνευση και Δημοκρατία στη μετεμφυλιακή Ελλάδα» τόνισε ο πρωθυπουργός και πρόσθεσε: «Όλοι σήμερα γνωρίζουν, ότι ο Μπελογιάννης και οι εκατοντάδες Μπελογιάννηδες που οδηγήθηκαν στα αποσπάσματα από το μετεμφυλιακό κράτος, δεν εκτελέστηκαν επειδή αποτελούσαν κάποιου είδους κίνδυνο για το κράτος και για την χώρα. Εκτελέστηκαν μόνο και μόνο για να τορπιλιστεί τότε κάθε προοπτική πολιτικής και εθνικής συνεννόησης, που θα εδραιώνει τη δημοκρατία στη χώρα μας μετά από τα σκληρά και βάρβαρα χρόνια του εμφυλίου.
Εκτελέστηκαν για να συνεχίσουν -και μετά την κατοχή- να κυβερνούν στην ουσία την χώρα μας οι ξένες δυνάμεις με τους εδώ αντιπροσώπους τους και όχι οι νόμιμα εκλεγμένη από το λαό κυβέρνηση».
Σύμφωνα με το ΑΠΕ-ΜΠΕ, ο πρωθυπουργός αναφέρθηκε στην ιστορία του Νίκου Μπελογιάννη, χαρακτηρίζοντάς τον ως ιστορική μορφή, που η ακτινοβολία υπερβαίνει τα όρια της παράταξης που υπηρέτησε.
«Ο Μπελογιάννης με το ήθος τη στάση του απέναντι στους στρατοδίκες -ένας από τους οποίους ήταν και ο μετέπειτα δικτάτορας Παπαδόπουλος- καταξιώθηκε στη συνείδηση του λαού μας, ως μία ιστορική μορφή, η ακτινοβολία της οποίας υπερβαίνει τα όρια της παράταξης που υπηρέτησε ο Μπελογιάννης. Ήταν ένας από τους πολλούς φυλακισμένους κομμουνιστές το 1940, που προσφέρθηκαν εθελοντικά να στρατευτούν και να πολεμήσουν στο αλβανικό μέτωπο.
Οι μηχανισμοί της δικτατορίας του Μεταξά όμως, αρνήθηκαν να του δώσουν και σε αυτόν, όπως και σε πολλούς άλλους, αυτή τη δυνατότητα. Και ακόμα χειρότερα, τους παρέδωσαν δέσμιους στις γερμανικές αρχές κατοχής, διαπράττοντας επί της ουσίας ένα εθνικό έγκλημα. Μετά την δραπέτευσή του ο Μπελογιάννης υπήρξε δραστήριο στέλεχος της Εθνικής Αντίστασης στην Πελοπόννησο, την εποχή που πολλοί από αυτούς που μεθόδευσαν την εξόντωση του, πολεμούσαν στο πλευρό των κατακτητών, ως αξιωματικοί ταγμάτων ασφαλείας.
Αυτή του η δράση ήταν που του έδωσε την δυνατότητα να κοιτάξει κατάματα τους στρατοδίκες και να πει την ιστορική εκείνη φράση: «αγαπάμε την Ελλάδα και το λαό της περισσότερο από ότι αυτοί που μας κατηγορούν». Η πρώτη καταδίκη του Μπελογιάννη και των συντρόφων του σε θάνατο, ήρθε σε μία στιγμή που το σύνολο της κοινής γνώμης και ένα πολύ μεγάλο κομμάτι του πολιτικού κόσμου πίστευαν ακράδαντα ότι έχει έρθει η ώρα να κλείσει η πληγή του εμφυλίου, να υπάρξει εσωτερική ειρήνευση και συνεννόηση και να αποκατασταθούν πλήρως η δημοκρατία και οι πολιτικές ελευθερίες στην χώρα.
Αίτημα όλου του δημοκρατικού πολιτικού κόσμου, ανεξάρτητα από πολιτική τοποθέτηση, ήταν να καταργηθούν τα στρατοδικεία και η θανατική ποινή κατά πολύ και τα πολιτικά αδικήματα. Αυτή τη Δημοκρατική απαίτηση αρνήθηκε τότε να υλοποιήσει το παρακράτος που κυβερνούσε τη χώρα μας, γιατί, για τις δικές του επιδιώξεις, το εμφυλιοπολεμικό κλίμα στην Ελλάδα έπρεπε να συνεχίζει να διατηρείται για πάντα, καθώς και ο φόβος του δήθεν κομμουνιστικού κινδύνου, έτσι ώστε η εθνική κυριαρχία της χώρας να είναι διαρκώς υποθηκευμένη, οι ξένες παρεμβάσεις να θεωρούνται αναγκαίες και αυτονόητες και η Εθνική Άμυνα να αντιμετωπίζεται ως φέουδο ξένων Δυνάμεων.
Και όλα αυτά συνέβαιναν την ώρα που στις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες, έγιναν δύσκολα, αλλά αποτελεσματικά βήματα, όχι για την εξάλειψη των πολιτικών αντιθέσεων, αλλά την ένταξή τους σε ένα δημοκρατικό θεσμικό πλαίσιο, χωρίς αποκλεισμούς και χωρίς περιορισμούς στις πολιτικές ελευθερίες.
Για να σπάσει την ασπίδα της δημοκρατίας, που υψώθηκε για να προστατεύσει τον Μπελογιάννη και τους άλλους καταδικασμένους, το στρατιωτικό και διπλωματικό παρακράτος της μετεμφυλιακής Ελλάδας, τότε, με την κατηγορία για κατασκοπεία, με νέες δίκες, ακόμα περισσότερους κατηγορούμενους, με νέες καταδίκες σε θάνατο και παράλληλα με μία επικοινωνιακή εκστρατεία φόβου και εκβιασμού, διέδιδε ότι αν ο Μπελογιάννης και οι σύντροφοί του δεν εκτελεστούν, θα δυσαρεστηθούν οι σύμμαχοί μας οι Αμερικανοί και θα διακόψουν τη βοήθεια για το σχέδιο Μάρσαλ.
Ο Μπελογιάννης δεν αρνήθηκε στο στρατοδικείο την πολιτική του τοποθέτηση, δεν αρνήθηκε την ιδεολογία του. Δεν το έκανε, παρόλο που κάτι τέτοιο θα μπορούσε με βεβαιότητα να του σώσει τη ζωή στην ιστορική του απολογία. Αναφέρθηκε στους αγώνες για το ψωμί και την ελευθερία του λαού μας. ?Αγωνιστήκαμε? είπε, «δίχως να γνωρίζουμε ύπνο, για να προφτάσουμε την αυγή και το αύριο, για να δημιουργήσουμε νέους χρόνους και νέες εποχές στο μπόι των ονείρων μας, στο μπόι των ανθρώπων». Αυτό που διεκδικείς όμως για λογαριασμό ολόκληρου του λαού, ήταν το δικαίωμα να επιστρέψει ο τόπος σε συνθήκες δημοκρατικής ομαλότητας».
Ο πρωθυπουργός υπενθύμισε το διεθνές κλίμα συμπαράστασης που εκδηλώθηκε, ώστε να απονεμηθεί χάρη στον Νίκο Μπελογιάννη και τους συγκατηγορούμενούς του. Εκκλήσεις πολιτικών και πνευματικών προσωπικοτήτων, που δυστυχώς έπεσαν στο κενό.
«Η παγκόσμια έκκληση για την απονομή χάριτος στον Μπελογιάννη και τους καταδικασμένους συντρόφους του, στηρίχθηκε από διεθνούς κύρους προσωπικότητες, πέρα από τις γραμμές του κομμουνιστικού κινήματος και της Αριστεράς. Ανάμεσα σε αυτούς, κορυφαίες μορφές του πολιτισμού, όπως ο Ναζίμ Χικμέτ ο Πολ Ελιάρ, ο Τσάρλι Τσάπλιν, ο Ζαν Πολ Σαρτρ, ο Ζαν Κοκτώ, ο Πάμπλο Πικάσο, που συνεισέφερε σε αυτή την εκστρατεία ειρήνης με το πασίγνωστο σκίτσο του ανθρώπου με το γαρύφαλλο. Την έκκληση υπέγραψαν 159 βρετανοί βουλευτές και των δύο μεγάλων πτερύγων του βρετανικού Κοινοβουλίου, καθώς και Γάλλοι πολιτικοί από όλο το πολιτικό φάσμα, με πρώτο τον στρατηγό Ντε Γκωλ.
Στην Ελλάδα το κύμα αλληλεγγύης ήταν ανάλογο. Παρά το γεγονός ότι το πολιτικό κλίμα δεν επέτρεπε την πλήρη εκδήλωση αυτού του κύματος, θέλω όμως να αναφερθώ στην έντιμη και αποφασιστική παρέμβαση του αρχιεπισκόπου Σπυρίδωνος, ενός ανθρώπου που κάθε άλλο παρά για προοδευτικό ή για φιλοκομμουνιστή, τότε, θα μπορούσαν να τον κατηγορήσουν. Στριμωγμένο από την δημοκρατική κατακραυγή, το παρακράτος εκτέλεσε τον Μπελογιάννη άρον- άρον, μαζί με τους άλλους τρεις καταδικασμένους, τον Δημήτρη Μπάτση, τον Ηλία Αργυριάδη και τον Νίκο Καλούμενο.
Τις πρώτες ώρες της Κυριακής, 30 Μαρτίου 1952 και μάλιστα πριν ακόμα ξημερώσει, παραβιάζοντας έτσι τη σιωπηρή αρχή ότι εκτελέσεις δεν γίνονται ποτέ τη νύχτα και ποτέ την Κυριακή -αρχή που σεβάστηκαν στον τόπο αυτό, ακόμα και οι Γερμανοί κατακτητές. Και το έκαναν έτσι γιατί έτρεχαν να προλάβουν τη συνεδρίαση του Συμβουλίου Χαρίτων, όπου επρόκειτο να συγκληθεί την επόμενη μέρα. Η καταφυγή σε τέτοιες μεθόδους όμως, ήταν η πραγματική τους ήττα. Ήταν η ηθική ήττα του αντιδραστικού παρακράτους, που προσπαθούσε αγωνιωδώς να χειραγωγήσει τη δημοκρατία και να διατηρήσει ζωντανό το εμφύλιο μίσος στην πατρίδα μας».
Ο πρωθυπουργός αναφέρθηκε στην διπλή κληρονομιά που άφησε ο Νίκος Μπελογιάννης, τόσο στην πολιτική, όσο και την πνευματική, σημειώνοντας:
«Επιτρέψτε μου να σταθώ και σε μία άλλη πλευρά του Νίκου Μπελογιάννη, στα γραπτά που άφησε, στην πολιτική του κληρονομιά, στην πνευματική του κληρονομιά. Το ένα αφορά τη μελέτη της κυριαρχίας του ξένου κεφαλαίου στην Ελλάδα και το άλλο αφορά στην ιστορία της ελληνικής λογοτεχνίας, έργα που δείχνουν την ωριμότητα του, το ευρύ πεδίο των ενδιαφερόντων του, την αγάπη του για τη γνώση και τη θεωρητική εργασία, ακόμα και σε συνθήκες στέρησης της ελευθερίας. Κι όλα αυτά, φανταστείτε, πριν καν ολοκληρώσει τα 40 του χρόνια. Και πρέπει να πω βεβαίως, ότι ο Μπελογιάννης δεν ήταν μία εξαίρεση σε σχέση με αυτό που συνέβαινε στην εποχή του, αλλά το αντιπροσωπευτικό δείγμα μιας ολόκληρης γενιάς αγωνιστών, που συνδύαζε την ιδεολογική και την πολιτική στράτευση με την διαρκή πνευματική και επιστημονική αναζήτηση. Είναι προφανές ότι ο Μπελογιάννης για την Αριστερά, είναι ένας ήρωας που παρέμεινε πιστός στις αρχές και τις ιδέες του μέχρι τελευταία στιγμή».
Εν συνεχεία ο Αλέξης Τσίπρας υπογράμμισε την παρακαταθήκη που άφησε ο Νίκος Μπελογιάννης, που αναγνωρίζεται από το σύνολο του δημοκρατικού κόσμου στην Ελλάδα.
«Σήμερα, από αυτόν τον τόπο, από την πλατεία Μπελογιάννη και από το μουσείο που σήμερα παραδίδουμε στην ιστορία αυτού του τόπου -στην εθνική μας ιστορία- θέλω να αναφερθώ στην ευρύτερη παρακαταθήκη, όχι μόνο για την Αριστερά.
Είναι η ευθεία και μαχητική υπεράσπιση των δημοκρατικών αξιών, μία παρακαταθήκη που σήμερα έρχεται να αναγνωρίσει σχεδόν το σύνολο του δημοκρατικού κόσμου στον τόπο. Ναι, στο δημοκρατικό πλαίσιο χωράνε συγκρούσεις και αντιπαραθέσεις. Τις διεξάγουμε όμως τιμώντας την ιστορία μας, αλλά το κυριότερο, τις διεξάγουμε κοιτάζοντας και προχωρώντας προς τα μπροστά, όχι γυρίζοντας πίσω.
Θέλω λοιπόν να συγχαρώ, για μία ακόμη φορά, τη Βουλή, τον δήμο Ήλιδας για την πρωτοβουλία αυτή, τον ελάχιστο φόρο τιμής στον Νίκο Μπελογιάννη, έναν άνθρωπο σύμβολο του αγώνα για τη Δημοκρατία στον τόπο μας, στην περίοδο μάλιστα που υπήρξε μία από τις πιο σκοτεινές περιόδους της πολιτικής και κοινωνικής ζωής στη χώρα μας.
Θέλω να καλωσορίσω αυτή τη μόνιμη έκθεση “Νίκος Μπελογιάννης” με την πεποίθηση ότι η γνώση και η επαφή με την πρόσφατη ιστορία μας, μόνο κέρδος μπορεί να είναι για την κριτική σκέψη, μόνο κέρδος μπορεί να είναι για την ίδια τη Δημοκρατία. Και θέλω να κλείσω με τους στίχους του ποιητή, του Γιάννη Ρίτσου, που έλεγε “αυτό το χώμα είναι δικό μας και δικό σας, αυτό το αίμα είναι δικό μας και δικό σας, αυτή η ιστορία ανήκει σε όλους τους Έλληνες, σε όλους μας”».