Πλήρη υποχώρηση και αποδοχή των αιτημάτων του ΔΝΤ στα εργασιακά και συγκεκριμένα στην αποδοχή της απελευθέρωση των ομαδικών απολύσεων, την καθιέρωση του εργοδοτικού λοκ αουτ και το διαρκές πάγωμα των συλλογικών διαπραγματεύσεων, καταλογίζει στην κυβέρνηση η Δημοκρατική Συμπαράταξη.
Σύμφωνα με αναλυτικό σημείωμα που δημοσιοποίησε η Δημοκρατική Συμπαράταξη «πρόκειται για μια ακόμη θρασύτατη προσπάθεια εξαπάτησης των εργαζόμενων» όπως αναφέρει, καθώς με την δημοσίευση του Συμπληρωματικού Μνημονίου «βρισκόμαστε μπροστά σε μια ακόμη κυβερνητική άνευ όρων παράδοση στην τρόικα, μια συμφωνία με αρνητικές έως επικίνδυνες ρυθμίσεις για τους Έλληνες εργαζόμενους».
Η Δημοκρατική Συμπαράταξη υποστηρίζει ότι «ο εργοδότης θα μπορεί μετά από απλή διαβούλευση με τους εργαζόμενους, και απλή γνωστοποίηση σειράς εγγράφων/ οικονομικών στοιχείων, να προχωρεί ελεύθερα σε ομαδικές απολύσεις (άνω του 5% του προσωπικού της επιχείρησης), μετά το πέρας 90 ημερών. Και μόνο εφόσον το επιθυμεί(!!) να υποβάλει και ένα κοινωνικό σχέδιο στοιχειώδους προστασίας των απολυμένων. Ουσιαστικά πρόκειται για πλήρη απελευθέρωση των Ομαδικών Απολύσεων».
Σχετικά με τις συλλογικές συμβάσεις, τονίζεται ότι «η κυβέρνηση γνώριζε ότι μπορούσε και ήταν ελεύθερη για μεγάλο διάστημα να επαναφέρει πλήρως τις “συλλογικές συμβάσεις” (όπως διακήρυσσε), αλλά υποχωρώντας στις νέες πιέσεις της τρόικας, δέχθηκε αντίθετα να παρατείνει την αναστολή τους τυπικά για τουλάχιστον 15 ακόμη μήνες. Ανοίγει παράλληλα τον δρόμο και για νέα παράταση της “αναστολής”, εάν οι δανειστές το ζητήσουν κατά την τελική αξιολόγηση του προγράμματος».
Οσον αφορά ειδικότερα στην προκήρυξη των απεργιών, επισημαίνεται ότι ανοίγει νομικό παράθυρο για τον χαρακτηρισμό των απεργιών (ακόμη και μιας μερίδας εργαζόμενων στην επιχείρηση), ως «ανωτέρα βία», ώστε να μην πληρώσει ο εργοδότης το σύνολο του προσωπικού.
«Πρόκειται για έμμεση επαναφορά του lock out, με την “αξιοποίηση” του άρθρου 656 του Α.Κ. (μέσω δικαστηρίων)» παρατηρεί η Δημοκρατική Συμπαράταξη.
Επίσης, σημειώνει ότι αποδέχθηκε και συνυπέγραψε με το ΔΝΤ και τους Ευρωπαϊκούς Θεσμούς, ότι κατά την τρίτη αξιολόγηση του Προγράμματος (το φθινόπωρο), θα νομοθετηθεί η υποχρέωση λήψης απόφασης για απεργία στα πρωτοβάθμια σωματεία του ιδιωτικού τομέα, με υποχρεωτική απαρτία στο 50% του προσωπικού.