Ως «τεράστιο λάθος» χαρακτήρισε, ο κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος της ΝΔ Νίκος Δένδιας, την πρόταξη του θέματος του χρέους σε μη κατάλληλο χρόνο, από την κυβέρνηση.
«Το χρέος είναι πάρα πολύ σημαντικό πράγμα, αλλά η πρόταξή του σε χρόνο μη κατάλληλο είναι ένα τεράστιο λάθος και μία τεράστια παγίδα στην οποία έχει μπει δύο φορές αυτή η ερασιτεχνική και μη ικανή κυβέρνηση» είπε ο κ. Δένδιας από ραδιοφώνου.
Η κυβέρνηση, πρόσθεσε, «χειρίζεται από την αρχή όλα τα θέματα της διαπραγμάτευσης με λάθος τρόπο δυστυχώς, άρα πολλά πράγματα φοβάμαι δεν μπορούμε να περιμένουμε, μακάρι να διαψευστούμε, αλλά φοβόμαστε πάρα πολύ».
Ο κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος της Ν.Δ. ανέφερε ότι «εν όψει γερμανικών εκλογών, δεν υπάρχει χειρότερος χρόνος για να πιέζει η ελληνική πλευρά για τη ρύθμιση του χρέους». «Θα πάρει πολύ λιγότερα απ’ όσα θα μπορούσε να πάρει, εάν το θέμα αυτό ετίθετο σε πιο έξυπνο -για τα ελληνικά συμφέροντα- χρόνο» εκτίμησε.
Σχολιάζοντας τη στάση του Γερμανού υπουργού Οικονομικών Β. Σόιμπλε ο κ. Δένδιας παρατήρησε ότι «η γερμανική πλευρά έχει πάψει να παίρνει πολύ στα σοβαρά την ελληνική κυβέρνηση (…)».
Για την κατάθεση του πρώην προέδρου του «Ερρίκος Ντυνάν» Ανδρέα Μαρτίνη (με την ιδιότητα του μάρτυρα) στην εξεταστική επιτροπή της Βουλής για τα σκάνδαλα στην Υγεία, αλλά και το έργο των εξεταστικών επιτροπών, ο κ. Δένδιας είπε ότι «ο συγκεκριμένος μάρτυς έχει περιορισμένη αξιοπιστία (…)». «Κάτω από την πίεση της φυλάκισης και της ανάγκης να πετύχει κάτι, ο κ. Μαρτίνης ο Θεός ξέρει τι λέει» πρόσθεσε.
Ο κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος της Ν.Δ. κατηγόρησε την κυβέρνηση ότι «έχει εγκαταλείψει την ασφάλεια των πολιτών». Αναφερθείς στο Μενίδι και την ευρύτερη περιοχή των Αχαρνών ο κ. Δένδιας σημείωσε πως «πρόκειται για γνωστό θέμα». Θύμισε παράλληλα πως «στο παρελθόν, είχε ξεκινήσει μια προσπάθεια καταρχήν αστυνόμευσης, δηλαδή καταστολής, ενίσχυσης της αστυνομικής παρουσίας μέσω ενός νέου τμήματος σε ένα σχολείο που ήταν στη διαδικασία παραχώρησης (…). Αυτό, όπως είπε, θα σήμαινε την ενίσχυση του αστυνομικού τμήματος, σε συνδυασμό με τις πολιτικές των υπουργείων Εσωτερικών και Παιδείας που θα έπρεπε να προσβλέπουν στην εκπαίδευση των παιδιών των Ρομά.