Τραγική διαπραγματευτική ανικανότητα και μικροκομματικές προτεραιότητες καταλογίζει στην κυβέρνηση ο Ευάγγελος Βενιζέλος, σχολιάζοντας με άρθρο του στο ΑΜΠΕ την απόφαση του Eurogroup της Πέμπτης.
Κάνοντας μια πρώτη αποκρυπτογράφηση, όπως σημειώνει, της απόφασης του Συμβουλίου των υπουργών Οικονομικών της Ευρωζώνης ο κ. Βενιζέλος υποστηρίζει ότι το Eurogroup επισημοποίησε με εκτενείς και περίτεχνες διατυπώσεις την πλήρη αδυναμία της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ να διαπραγματευθεί και κατέγραψε τις βαριές επιπτώσεις που έχει στην ελληνική οικονομία η δεύτερη κρίση, η κρίση μέσα στην κρίση που βιώνει η χώρα τα τελευταία δυόμιση χρόνια, για λόγους αμιγώς πολιτικούς.
Ειδικότερα, ο κ. Βενιζέλος επισημαίνει τα εξής:
Ολοκληρώθηκε επιτέλους η δεύτερη αξιολόγηση του τρίτου μνημονίου και αποφασίσθηκε η εκταμίευση 8,5 δισ. ( σε πρώτη φάση 7,7 εκ των οποίων 6,9 για τις επικείμενες λήξεις και 0,8 για κάλυψη κάποιων ληξιπρόθεσμων υποχρεώσεων του δημοσίου και για το σχηματισμό ενός μικρού αποθεματικού ασφάλειας). Αυτό βεβαίως θα έπρεπε και θα μπορούσε να έχει συμβεί πολύ νωρίτερα. Το κόστος της καθυστέρησης και των επικοινωνιακών τεχνασμάτων είναι δυστυχώς πολύ μεγάλο και υπονομεύει την πραγματική οικονομία και την ίδια τη δυναμική του χρέους, ζήτημα για το οποίο υποτίθεται ότι κόπτεται η κυβέρνηση.
Το Eurogroup επιβεβαίωσε τη συμφωνία για το «πρόγραμμα μετά το πρόγραμμα», δηλαδή για το μνημόνιο τέσσερα και τα βαριά δημοσιονομικά μέτρα (περικοπές συντάξεων, μείωση αφορολόγητου κοκ) που το συνοδεύουν μέχρι και το 2022. Και έθεσε τις βάσεις για το διαρκές μνημόνιο μέχρι το 2060 αντί να διαμορφωθεί ένας καθαρός χάρτης εξόδου.
Οι αναφορές του Εurogroup στην ανάγκη να υποστηριχθεί η επάνοδος σε θετικό ρυθμό ανάπτυξης είναι συνήθεις και πάντα γενικόλογες. Δεν περιλαμβάνουν αναφορά σε ευρωπαϊκούς πόρους και μηχανισμούς πέραν των ήδη γνωστών. Η ίδρυση εθνικής αναπτυξιακής τράπεζας (κατά το προηγούμενο της ΕΤΒΑ) θα κινείται μέσα στο στενό και καχύποπτο πλαίσιο της ευρωπαϊκής εποπτείας. Η υιοθέτηση της πρότασης μου για ίδρυση θυγατρικής της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων ειδικά για την Ελλάδα θεωρώ ότι θα προσέφερε έναν ευέλικτο και αποτελεσματικό μηχανισμό.
Το ΔΝΤ προσφέρει στα κράτη – μέλη της Ευρωζώνης τον συμβολισμό της συμμετοχής του στο τρέχον τρίτο πρόγραμμα, με μια επί της αρχής έγκριση για χρηματοδότηση μικρότερη των δυο δισ. δολαρίων (έναντι 86 δισ. ευρώ του ESM), που θα μπορούσαν να εκταμιευθούν τους επόμενους 14 μήνες (δηλαδή σε μια περίοδο οι χρηματοδοτικές ανάγκες της οποίας υπερκαλύπτονται από το δάνειο του ESM), εφόσον επιβεβαιωθεί η βιωσιμότητα του δημοσίου χρέους μέσω της οριστικοποίησης και εξειδίκευσης των μεσοπρόθεσμων μέτρων που θα υιοθετήσουν οι Ευρωπαίοι δανειστές.
Στην πραγματικότητα πρόκειται για μια πολιτική συμφωνία ΔΝΤ – Ευρωζώνης που επιτρέπει στις κυβερνήσεις των κρατών-μελών να λένε στα κοινοβούλια τους ότι μετέχει στο ελληνικό πρόγραμμα και το ΔΝΤ, στο δε επιτελείο το ΔΝΤ να λέει προς το διοικητικό συμβούλιο του Ταμείου και τα μη ευρωπαϊκά κράτη – μέλη ότι δεν αναδέχεται νέο ελληνικό ρίσκο γιατί στην πράξη δεν πρόκειται να διαθέσει κεφάλαια. Για να συμβεί αυτό το ΔΝΤ αρκείται στην επανάληψη της πάγιας πολιτικής δήλωσης του Eurogroup ότι αν υπάρξουν έκτακτοι λόγοι που επηρεάζουν αρνητικά τη βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους, η Ευρωζώνη θα λάβει τα αναγκαία μέτρα. Αυτό λέγεται σχεδόν σε κάθε δήλωση του Eurogroup από το 2010 και μετά.
Το Eurogroup διαμόρφωσε κατά τον τρόπο αυτό ένα σχήμα για τη βιωσιμότητα του ελληνικού δημοσίου χρέους που επιβεβαιώνει όσα είχαν αποφασισθεί το Μάιο του 2016. Χωρίς νέο ονομαστικό κούρεμα, όπως έγινε το 2012. Με μέτρα που προβλεπόντουσαν στο δεύτερο πρόγραμμα ή θα δινόντουσαν ήδη από το 2015. Και με μικρές παρεμβάσεις που μπορεί να διαχειριστεί χρηματοοικονομικά ο ΕΜΣ, χωρίς δημοσιονομική επιβάρυνση των κρατών-μελών.
Για να συμβεί όμως αυτό η ελληνική πλευρά δεσμεύεται ούτως ή άλλως και πριν καν συνταχθούν οι επικαιροποιημένες μελέτες βιωσιμότητας του χρέους, σε πρωτογενή πλεονάσματα 3,5% του ΑΕΠ μέχρι και το 2023 και στη συνέχεια σε πρωτογενή πλεονάσματα «ίσα ή ανώτερα αλλά κοντά στο 2% του ΑΕΠ» (ας πούμε 2-2,4%) για όλη την περίοδο 2023-2060! Αυτό γίνεται ανεξάρτητα από το ρυθμό ανάπτυξης και πριν διαμορφωθεί σε απόλυτους αριθμούς το ετήσιο ύψος τόκων για την εξυπηρέτηση του χρέους. Το πρωτογενές πλεόνασμα κάθε ετήσιου προϋπολογισμού έχει όμως σημασία σε συνδυασμό με τις δυο αυτές παραμέτρους.
Το Eurogroup είπε ότι τυχόν διαφορές μεταξύ του πιθανολογηθέντος για τη μελέτη βιωσιμότητας του χρέους και του επιτευχθέντος πραγματικά ρυθμού ανάπτυξης θα λαμβάνονται υπόψη ώστε να διορθώνεται η προβολή στο μέλλον της σχέσης «χρέος προς ΑΕΠ» καθώς και η προβολή στο μέλλον των μεικτών χρηματοδοτικών αναγκών. Αυτό όμως είναι απολύτως αυτονόητο και αναγκαίο. Μια θεωρητική εκτίμηση για το ρυθμό ανάπτυξης μέχρι το 2060 κινείται στο όριο της διαίσθησης. Μια τέτοια εκτίμηση προφανώς πρέπει ανά χρονικά διαστήματα να επανελέγχεται με βάση τα πραγματικά δεδομένα. Αυτή είναι η περιβόητη ρήτρα ανάπτυξης δήθεν γαλλικής έμπνευσης.
Έναντι των συγκεκριμένων δεσμεύσεων της ελληνικής πλευράς για πρωτογενή πλεονάσματα 2-2,4% του ΑΕΠ μέχρι το 2060, το Eurogroup οριοθέτησε αλλά ούτε οριστικοποίησε ούτε εξειδίκευσε τα μεσοπρόθεσμα μέτρα που μπορεί να λάβει με βάση τα δεδομένα που θα υπάρχουν τον Αύγουστο του 2018, στο τέλος δηλαδή του τρέχοντος προγράμματος. Αυτά αφορούν επιμήκυνση των τοκοχρεολυσίων (επιμήκυνση λήξεων και αναβίωση της περιόδου χάριτος για τους τόκους) του δανείου του EFSF για 0-15 χρόνια. Άρα αυτό θα αφορά μόνο το δεύτερο δάνειο (του 2012) που δόθηκε από τον EFSF, όχι το πρώτο ( GLF ) και το τρίτο ( ΕΜΣ ) και η επιμήκυνση μπορεί να έχει αυτό μόνο το χρονικό εύρος που περιλαμβάνει και το ενδεχόμενο να μη δοθεί καμία επιμήκυνση.
Στην απόφαση του Eurogroup δεν περιλαμβάνεται δυστυχώς καμία ρητή αναφορά στους λογιστικά συσσωρευμένους τόκους των ετών 2022-2024 και 2026 που προκύπτουν λόγω της λήξης της δεκαετούς περιόδου χάριτος 2012-2022. Αυτό όμως είναι το προφανές βραχυπρόθεσμο θέμα που πρέπει να λυθεί, και το 2012 εθεωρείτο αυτονόητο ότι θα λυθεί εγκαίρως.
Το κυριότερο όμως είναι ότι δεν γίνεται αναφορά στο πλαίσιο που θα υπάρχει μετά τον Αύγουστο του 2018, όταν η Ελλάδα πρέπει να επιδιώξει την αναχρηματοδότηση του χρέους της από τις αγορές με αποδεκτά επιτόκια. Η έξοδος στις αγορές θα γίνει άραγε χωρίς να υπάρχει προληπτική πιστωτική γραμμή, όπως αυτή που είχε αποφασιστεί το Νοέμβριο του 2014 και χάθηκε μέσα στη δίνη της περιπέτειας που ξεκίνησε στις 25.1.2015; Κάτι τέτοιο θα ήταν άκρως παρακινδυνευμένο και απρόσφορο. Δεν πείθει τις αγορές. Η κυβέρνηση έσπευσε να ισχυριστεί ότι θα διαμορφωθεί για το σκοπό αυτό ένα αποθεματικό. Ελπίζω να μη νομίζουν ότι οι εταίροι θα δώσουν προκαταβολικά στην Ελλάδα όλα τα κεφάλαια που θα υπήρχαν διαθέσιμα σε μια προληπτική πιστωτική γραμμή του ΕΜΣ.
Το συμπέρασμα είναι ότι η ταπεινωτική προσχώρηση της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ στη γραμμή του 2011-2012 ως προς τις παρεμβάσεις στο χρέος έγινε με δραματική καθυστέρηση, τραγική διαπραγματευτική ανικανότητα και μικροκομματικές προτεραιότητες. Με το φόβο της καταστροφής και των ευθυνών που αυτή συνεπάγεται, αλλά χωρίς αίσθηση εθνικού στρατηγικού συμφέροντος. Η κυβέρνηση ζήτησε από τους εταίρους να της επιτρέψουν να χρησιμοποιήσει οφθαλμοφανή προσχήματα για να κερδίσει κάποιον πολιτικό χρόνο. Για να πάρει αυτά τα μικρά προσχήματα η κυβέρνηση απογυμνώθηκε διαπραγματευτικά και αποδέχθηκε ένα ατελές σχήμα που δεν μπορεί να υποστηρίξει αποτελεσματικά την έξοδο από τη δημοσιονομική αβεβαιότητα και την επάνοδο στην κανονικότητα. Το επείγον συνεπώς είναι να διαμορφωθούν οι πολιτικές και κοινωνικές προϋποθέσεις που μπορούν να μας πάνε στην «Ελλάδα μετά».