Την ανάγκη προσέλκυσης επενδύσεων και τη δημιουργία χιλιάδων νέων θέσεων εργασίας έθεσε ο πρόεδρος της ΝΔ, Κυριάκος Μητσοτάκης ως πρώτη προτεραιότητα για να σταματήσει η φυγή νέων Ελλήνων στο εξωτερικό, σε συνέντευξη που παραχώρησε στη γερμανική εφημερίδα Frankfurter Allgemeine Zeitung.
Όπως είπε ο κ. Μητσοτάκης, «εκατοντάδες χιλιάδες φεύγουν από την Ελλάδα» και ξεκαθάρισε πως πρώτη του προτεραιότητα είναι να σταματήσει αυτό το φαινόμενο και να αντιστραφεί – κάτι που μπορεί να γίνει μόνο αν δημιουργηθούν θέσεις εργασίας και έρθουν επενδύσεις: «Γνωρίζω πως μπορεί αυτό να γίνει πράξη» ανέφερε χαρακτηριστικά.
Μιλώντας στη γερμανική εφημερίδα, ο πρόεδρος της ΝΔ, τόνισε πως το 2015 η Ελλάδα δεσμεύτηκε σε ένα τρίτο πρόγραμμα διάσωσης, που περιλαμβάνει συγκεκριμένα προαπαιτούμενα, προκειμένου οι δανειστές να εκταμιεύσουν τα χρήματα που χρειάζεται η χώρα. «Τα περισσότερα προαπαιτούμενα αφορούν σε δομικές μεταρρυθμίσεις. Όταν μιλάμε για τέτοιες μεταρρυθμίσεις, κυρίως αναφερόμαστε σε αλλαγές που καθιστούν πιο φιλελεύθερη την οικονομία, προάγουν τον ανταγωνισμό, μειώνουν το γραφειοκρατικό βάρος και βελτιώνουν την αποτελεσματικότητα του κρατικού μηχανισμού. Μιλάμε δηλαδή για μια φιλελεύθερη ατζέντα».
«Η μεγάλη διαφορά της Νέας Δημοκρατίας από τον ΣΥΡΙΖΑ είναι ότι εμείς πιστεύουμε σε αυτή την ατζέντα» συνέχισε ο πρόεδρος της ΝΔ.
«Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν πιστεύει στις μεταρρυθμίσεις. Εμείς στοχεύουμε να εφαρμόσουμε βαθιές τομές και σημαντικές μεταρρυθμίσεις πέρα και πάνω από το πρόγραμμα. Με τον τρόπο αυτό, θα πείσουμε τους δανειστές ότι είμαστε αξιόπιστοι. Πιστεύουμε στη μεταρρυθμιστική μας ατζέντα και πιστεύουμε ότι η εφαρμογή της είναι προς όφελος της Ελλάδας. Από την άλλη, ο ΣΥΡΙΖΑ αδυνατεί να ταυτιστεί με τη μεταρρυθμιστική ατζέντα και για αυτό έχουμε υποχώρηση και πισωγύρισμα σε πολλούς τομείς» είπε χαρακτηριστικά.
Αναφερόμενος στη θητεία του ως υπουργός Διοικητικής Μεταρρύθμισης, ο κ. Μητσοτάκης ανέφερε πως εφάρμοσε δύσκολες μεταρρυθμίσεις σε δύσκολους καιρούς, ενώ ερωτηθείς αν η ΝΔ θα υπηρετήσει τη φιλελεύθερη ατζέντα του, τόνισε χαρακτηριστικά: «Εκλέχθηκα πρόεδρος της Νέας Δημοκρατίας μέσω μιας ανοιχτής διαδικασίας. Έλαβα το 54% των ψήφων, γεγονός που ήταν μεγάλη έκπληξη για πολλούς, καθώς θεωρήθηκα πολύ φιλελεύθερος. Και για να το πω ξεκάθαρα: Έχω εντολή να αλλάξω αυτό το κόμμα και να πορευτώ πολιτικά με μία φιλελεύθερη ατζέντα. Και αυτό ακριβώς πρόκειται να πράξω. Φυσικά, η Νέα Δημοκρατία είναι ένα παλιό, παραδοσιακό κόμμα, αλλά όλοι αντιλαμβάνονται ότι αυτό πρέπει να αλλάξει. Τα παραδοσιακά κόμματα που δεν αλλάζουν ρισκάρουν να κατρακυλήσουν. Αυτό δεν θα συμβεί σε μας».
Ο κ. Μητσοτάκης ξεκαθάρισε ότι «οι στόχοι των πρωτογενών πλεονασμάτων που βραχυπρόθεσμα φτάνουν το 3,5%, είναι πολύ υψηλοί» και συνέχισε: «Δεν θα βρείτε πολλούς οικονομολόγους που θα χαρακτηρίσουν ρεαλιστικούς αυτούς τους στόχους. Ο διάλογος αναφορικά με τη βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους συνδέεται άρρηκτα με τις προοπτικές ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας. Το 2014, το Δ.Ν.Τ. ανακοίνωσε ότι το ελληνικό χρέος είναι βιώσιμο. Το 2017 ανακοίνωσε ότι δεν είναι. Μεσολάβησε η καταστροφική περίοδος των πρώτων έξι μηνών του 2015 με τη διενέργεια του δημοψηφίσματος. Το Δ.Ν.Τ. αναθεώρησε προς τα κάτω κατά 1,5% τη μακροχρόνια πρόβλεψή του για την ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας.
Το Δ.Ν.Τ. εκτιμά ότι η ελληνική κυβέρνηση δεν θα καταφέρει να φέρει εις πέρας εκείνες τις μεταρρυθμίσεις που θα επιτρέψουν στην Ελλάδα να πετύχει βιώσιμη ανάπτυξη. Είναι υποχρέωσή μου να αλλάξω την επικρατούσα πεποίθηση ότι η Ελλάδα δεν μπορεί να προχωρήσει σε βαθιές μεταρρυθμιστικές τομές».
Ο πρόεδρος της Νέας Δημοκρατίας υπογράμμισε ότι η Ελλάδα μπορεί να πετύχει ανάπτυξη 4% «για τουλάχιστον τρία χρόνια στη σειρά» και συμπλήρωσε: «Οι δομικές μεταρρυθμίσεις από μόνες τους δεν είναι αρκετές για να επιστρέψουμε σε ικανοποιητικούς ρυθμούς ανάπτυξης. Χρειαζόμαστε δημοσιονομικό χώρο για να μειώσουμε τους φόρους και με τον τρόπο αυτό να καταστήσουμε πιο ανταγωνιστική την ελληνική οικονομία.
Αυτό το αναγκαίο περιθώριο θα το αποκτήσουμε όταν χαμηλώσουμε τους στόχους πρωτογενών πλεονασμάτων που μας επιβλήθηκαν. Δομικές μεταρρυθμίσεις χωρίς μείωση της φορολογίας δεν μπορούν να οδηγήσουν σε μακροχρόνια βιώσιμη ανάπτυξη. Και όσο παραμένουμε κολλημένοι σε ένα μοντέλο που δεν επιτρέπει στην ελληνική οικονομία να αναπτυχθεί, οι Ευρωπαίοι θα αντιμετωπίζουν τα ίδια προβλήματα με την Ελλάδα. Εάν δεν αναπτυχθεί η οικονομία μας, δεν μπορούμε να αποπληρώνουμε τα χρέη μας».
Για τη σχέση του με την καγκελάριο της Γερμανίας Άνγκελα Μέρκελ και τον Γερμανό υπουργό Οικονομικών, Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, ο κ. Μητσοτάκης ανέφερε: «Έχω συναντηθεί αρκετές φορές με την καγκελάριο της Γερμανίας και εκτιμώ ότι χτίζω μια καλή σχέση μαζί της. Επίσης, έχω συναντηθεί με τον Δρ. Σόιμπλε και είχαμε μια ειλικρινή συζήτηση. Συμφωνήσαμε να μην δημοσιοποιήσουμε το περιεχόμενο της συζήτησης. Και οι δύο πλευρές τήρησαν το λόγο τους. Αυτό είναι ένα σημαντικό στοιχείο για την οικοδόμηση της εμπιστοσύνης.
Οι καλές προσωπικές σχέσεις είναι σημαντικές. Τις δημιουργείς πρωτίστως όταν δεν υπόσχεσαι πολλά, αλλά φέρνεις αποτελέσματα. Είμαι πολύ προσεκτικός σε όλες τις δημόσιες τοποθετήσεις μου, και δεν πρόκειται να επαναλάβω όλα τα λάθη που ο κ. Τσίπρας έκανε, όταν έλεγε ότι θα σκίσει τα μνημόνια. Είναι κομβικό ζήτημα για εμένα η οικοδόμηση της αξιοπιστίας μου και της αξιοπιστίας της κυβέρνησής μου. Επιπλέον, δεν επιθυμώ να γίνω ένας πρωθυπουργός που στις Συνόδους Κορυφής μιλάει αποκλειστικά για την Ελλάδα. Η Ευρώπη αντιμετωπίζει μεγάλες προκλήσεις».
Για το μέλλον της ευρωζώνης και την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση, ο πρόεδρος της Νέας Δημοκρατίας υπογράμμισε ότι «χρειαζόμαστε περισσότερη εισοδηματική σύγκλιση» και πρόσθεσε ότι απαιτείται «καλύτερος συντονισμός των δημοσιονομικών πολιτικών και ολοκλήρωση της τραπεζικής ένωσης».
«Πρέπει», είπε ο κ. Μητσοτάκης «να ολοκληρώσουμε την αρχιτεκτονική της ευρωζώνης και να απαντήσουμε σε καίρια ερωτήματα όπως η προσφυγική και μεταναστευτική κρίση. Δεν θέλω η Ελλάδα να εκλαμβάνεται μονίμως ως πρόβλημα. Θέλω η Ελλάδα να συνεισφέρει εποικοδομητικά στην εύρεση λύσεων για την Ευρώπη, κυρίως στο διάλογο για το μεταναστευτικό και προσφυγικό ζήτημα».
«Χρειαζόμαστε ανοιχτές και ανταγωνιστικές οικονομίες στην Ευρώπη. Οικονομίες που θα υποστηρίζουν τις επιχειρήσεις και θα προσελκύουν κεφάλαια. Αυτό θα είναι προς όφελος της ευρωπαϊκής οικονομίας στο σύνολό της», κατέληξε ο πρόεδρος της Νέας Δημοκρατίας.