«Πόσο απέχει η Εσθονία;», διερωτάται ο Ευάγγελος Βενιζέλος σε ανάρτησή του στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, μετά το θέμα που ανέκυψε από τη μη συμμετοχή του ελληνικού Υπουργείου Δικαιοσύνης στο συνέδριο που διοργανώνει η εσθονική Προεδρία της στο Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης με θέμα «Η κληρονομιά στον 21ο αιώνα των εγκλημάτων που διαπράχθηκαν από τα κομμουνιστικά καθεστώτα».
«Υποθέτω -σημειώνει ο πρώην πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ- ότι η Ελλάδα θα εκπροσωπηθεί στη συνάντηση των υπουργών Δικαιοσύνης που συγκαλείται την ίδια ημέρα και ο Έλληνας υπουργός είναι έτοιμος να εξηγήσει στους ομολόγους του τη διαφοροποίηση της χώρας μας από το πλαίσιο – αξιακό και ιστορικό – του ψηφίσματος που υιοθέτησε με μεγάλη πλειοψηφία το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, ανεξάρτητα από τη στάση που τήρησαν τότε οι Έλληνες ευρωβουλευτές.
Αναρωτιέμαι -συμπληρώνει αν η Ελλάδα θα εκπροσωπηθεί – και σε ποιο επίπεδο – στην εκδήλωση μνήμης ‘για τα θύματα του σταλινισμού και του ναζισμού’ που οργανώνεται την ίδια ημέρα, μια ώρα πριν την έναρξη της διάσκεψης στην οποία αρνήθηκε να μετάσχει το Ελληνικό Υπουργείο Δικαιοσύνης ή η άρνηση συμμετοχής περιλαμβάνει και την εκδήλωση αυτή λόγω ιδεολογικής διαφοροποίησης των θυτών.
Κυρίως όμως αναρωτιέμαι τι είδους αντίδραση περιμένει η κυβέρνηση από την Εσθονία και άλλα κράτη – μέλη, ανάλογα με τις ειδικότερες ιστορικές ευαισθησίες καθενός που συμπίπτουν όμως στον κοινό παρονομαστή του ψηφίσματος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου; Αδιαφορία ή καταγραφή σε ένα αρχείο «δοσοληψιών» αλληλεγγύης και αλληλοκατανόησης; Ποιος εθνικός στρατηγικός στόχος υπηρετείται με τον τρόπο αυτό και ποιά δημοκρατική και άρα παροδική κυβέρνηση νομιμοποιείται να προσδίδει ιδεολογικό ή μάλλον ιδεοληπτικό πρόσημο σε μια ολόκληρη χώρα τοποθετώντας την στο περιθώριο των κοινών ευρωπαϊκών αξιών και ιστορικών προσλήψεων;», διερωτάται ο πρώην υπουργός και τέως πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ.
Όταν θέλουμε να προτάσσουμε την Ευρώπη των αξιών, της Δημοκρατίας, των Δικαιωμάτων, του Κράτους Δικαίου, της κοινής ιστορικής συνείδησης και της αλληλεγγύης σε σχέση με την Ευρώπη της νομισματικής ένωσης και των αυστηρών κανόνων οικονομικής διακυβέρνησης, το λιγότερο που οφείλουμε να κάνουμε ως χώρα – ανεξαρτήτως της πολιτικής φυσιογνωμίας ή της σκοπιμότητας της εκάστοτε κυβέρνησης – είναι να αντιλαμβανόμαστε πώς έχει διαμορφωθεί ιστορικά το κοινό αξιακό υπόβαθρο της ΕΕ που ταυτίζεται με το ιστορικό, αξιακό και θεσμικό υπόβαθρο της φιλελεύθερης δημοκρατίας και του ευρωπαϊκού κοινωνικού κράτους δικαίου».