Κριτική στο ταξίδι του πρωθυπουργού στις ΗΠΑ ασκεί η αξιωματική αντιπολίτευση και προβάλλει τέσσερις προτάσεις για την ανόρθωση της Οικονομίας
Για χαμένη ευκαιρία σε μια ευνοϊκή συγκυρία έκανε λόγο ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης Κυριάκος Μητσοτάκης, αναφερόμενος στο ταξίδι του πρωθυπουργού Αλέξη Τσίπρα στις ΗΠΑ, ενώ τόνισε πως «ακόμα και στο θέμα της αναγκαίας αναβάθμισης των πολεμικών μας αεροσκαφών, τα ερωτήματα είναι πολλά και ασφαλώς θα χρειαστεί αξιόπιστη ενημέρωση, καθώς κάθε μέρα ακούμε και μια διαφορετική εκδοχή του τι θα συμβεί».
«Θέσαμε τέσσερις στόχους, σε σχέση με τον ρόλο της χώρας, τις επενδύσεις, τα εθνικά θέματα και τον ρόλο της ομογένειας. Λυπάμαι που το λέω, αλλά σε όλα η κυβέρνηση πέρασε κάτω από τον πήχη. Με εξαίρεση μερικά λόγια τυπικής διπλωματικής αβρότητας, δεν φαίνεται να υπήρξε κάποιο χειροπιαστό όφελος. Ούτε στις επενδύσεις. Ούτε στα εθνικά μας θέματα. Ούτε σε σχέση με τον γεωστρατηγικό ρόλο της χώρας», δήλωσε ο πρόεδρος της ΝΔ για το ταξίδι του κ. Τσίπρα στις ΗΠΑ, μιλώντας σε εκδήλωση του Ελληνογερμανικού Επιμελητηρίου.
Ο πρόεδρος της ΝΔ ξεκαθάρισε ότι εκείνος δεν θα ακολουθήσει «το δρόμο του ανέξοδου δημαγωγικού λαϊκισμού» αλλά η δική του κυβέρνηση θα διακρίνεται για τη συνέπεια λόγων και έργων.
«Δεν είμαστε το ίδιο. Και σε αντίθεση με το πώς άλλοι αντιπολιτεύτηκαν στο παρελθόν, η υπεύθυνη στάση της Νέας Δημοκρατίας της οποίας έχω την τιμή να ηγούμαι, συμβάλλει σήμερα στη σταθερότητα της χώρας», υπογράμμισε.
«Το να υπογράφεις ό,τι σου ζητάνε οι πιστωτές δεν συνιστά εθνικό αναπτυξιακό σχέδιο», είπε σε άλλο σημείο της ομιλίας του ενώ σημείωσε πως «η χώρα δυστυχώς οδεύει προς το τέλος του 3ου προγράμματος χωρίς να έχει ανακτήσει την εμπιστοσύνη των αγορών».
Ο πρόεδρος της ΝΔ μίλησε για μια ισχυρή Ελλάδα σε μια ισχυρή Ευρώπη με υψηλή και διατηρήσιμη ανάπτυξη.
«Η θετική ψυχολογία δίνει ώθηση στην αγορά», συνέχισε και αφού εκτίμησε ότι η πολιτική αλλαγή είναι κοντά, κάλεσε τους επενδυτές να εμπιστευτούν την Ελλάδα. «Ελάτε τώρα και επενδύστε στην Ελλάδα», είπε συγκεκριμένα και δεσμεύτηκε για «πραγματική και οριστική αυτή τη φορά επανεκκίνηση».
«Το πλεόνασμα για το οποίο η κυβέρνηση πανηγυρίζει είναι προϊόν της άγριας υπερφορολόγησης της παραγωγικής Ελλάδας, και βέβαια στάσης πληρωμών του ελληνικού Δημοσίου», επεσήμανε ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης, ενώ τόνισε ότι οι μεταρρυθμίσεις στην Οικονομία τις οποίες προτείνει η Νέα Δημοκρατία είναι απολύτως εναρμονισμένες με την στρατηγική της Ευρωπαϊκής Ένωσης. «Το τελευταίο πράγμα που χρειάζεται σήμερα ο τόπος μας είναι μια νέα πολιτική απάτη ή αυταπάτη», υπογράμμισε.
Ο κ. Μητσοτάκης ανέφερε ότι οι μεταρρυθμίσεις «μένουν στα λόγια», καθώς και ότι οι αγορές προϊόντων δεν απελευθερώνονται. «Και οι επενδυτές αισθάνονται -και δικαιολογημένα- ότι έχουν απέναντι τους μια κυβέρνηση που εχθρεύεται την επιχειρηματικότητα και υψώνει αδικαιολόγητα εμπόδια σε κάθε επένδυση, μικρή ή μεγάλη», πρόσθεσε.
Τέσσερα πιλοτικά βήματα για την επανεκίνηση της Οικονομίας
Ο αρχηγός της ΝΔ στάθηκε σε τέσσερα σημαντικά βήματα των προτάσεων του κόμματός του:
– Μείωση των φορολογικών συντελεστών και νομοθέτηση ενός σταθερού φορολογικού συστήματος. «Η Ελλάδα επί ΣΥΡΙΖΑ κατόρθωσε -γιατί περί κατορθώματος πρόκειται- να έχει σε όλους ανεξαιρέτως τους τομείς της οικονομίας τον υψηλότερο ή έναν από τους υψηλότερους φορολογικούς συντελεστές στην Ευρωπαϊκή Ένωση», εξήγησε.
– Άρση των ρυθμιστικών, των χωροταξικών και των άλλων γραφειοκρατικών εμποδίων για την υλοποίηση επενδύσεων. «Έχω προσωπικά δεσμευθεί για τη δημιουργία μίας και μόνης δημόσιας Αρχής σε επίπεδο υφυπουργού η οποία θα ασκεί όλες τις αδειοδοτικές αρμοδιότητες για τις στρατηγικές επενδύσεις εάν η καθ’ ύλην αρμόδια δημόσια Αρχή δεν το πράξει εντός μίας αποκλειστικής προθεσμίας», ανέφερε ο πρόεδρος της Ν.Δ.
– Τόνωση της ρευστότητας της οικονομίας και επιστροφή του χρηματοπιστωτικού συστήματος σε ομαλές συνθήκες λειτουργίας. «Στόχος μας είναι να μπορούν οι τράπεζες να επιτελέσουν την πραγματική αποστολή τους, που είναι βέβαια η στήριξη των υγειών και παραγωγικών επενδύσεων», τόνισε.
– Εκσυγχρονισμός της δημόσιας διοίκησης, με αξιολόγηση των δημοσίων υπαλλήλων, ηλεκτρονική διακυβέρνηση και αναβάθμιση των τεχνολογικών υποδομών, επιτάχυνση απονομής της Δικαιοσύνης και δραστική καταπολέμηση της γραφειοκρατίας σε όλα τα επίπεδα.