Στο θέμα της επέκτασης των χωρικών υδάτων της Ελλάδας αναφέρθηκε ο αναπληρωτής υπουργός Εθνικής Άμυνας Δημήτρης Βίτσας, τονίζοντας πως παραμένει ακόμα ανοιχτό το θέμα, σημειώνοντας πως σκοπός της κυβέρνησης είναι να μην προκαλέσει καμία επιπλέον τριβή, αλλά απλά να εκφράσει τα κυριαρχικά της δικαιώματα.
Σε συνέντευξη του στο ραδιόφωνο της ΕΡΤ, ο κ. Βίτσας σχολίασε σχετικά: «Με ποιο ακριβώς τρόπο θα ασκηθεί το δικαίωμά μας, είναι ένα άλλο θέμα, που έχει να κάνει με κυβερνητικές αποφάσεις. Ευελπιστούμε και εργαζόμαστε, μέσα σε συγκεκριμένο χρονικό διάστημα να ανακηρύξουμε την ελληνική ΑΟΖ. Είναι ένα ζήτημα που έχει να κάνει – επειδή όλα αυτά έχουν το χαρακτήρα των διμερών και πολυμερών σχέσεων – με τον καθορισμό και τη λειτουργία των ενεργειακών δρόμων και με την αξιοποίηση βέβαια του υποθαλάσσιου πλούτου».
«Το ενδιαφέρον έχει να κάνει με ζητήματα γεωστρατηγικής από τη μια μεριά αλλά και οικονομικά συμφέροντα, που αναδεικνύονται από ζητήματα γεωπολιτικής, από την άλλη. Δηλαδή, μην μπλέκουμε μόνο κράτη. Μιλάμε και για μεγάλα οικονομικά συμφέροντα» συμπλήρωσε ο αναπληρωτής υπουργός Εθνικής Άμυνας.
Σχετικά με την συμπεριφορά της Τουρκίας, μετά την επίσκεψη του τούρκου προέδρου στην Αθήνα ο κ. Βίτσας παρατήρησε πως δεν περίμενε ξαφνικά να ησυχάσουν όλα, ενώ παράλληλα χαρακτήρισε πάρα πολύ θετικό το γεγονός ότι «αυτές οι θέσεις μας έχουν γίνει, όχι απλώς αντιληπτές και κατανοητές, αλλά συνεπικουρούνται και από όλες τις μεγάλες δυνάμεις και όλους τους μεγάλους οργανισμούς».
Επανέλαβε δε ότι «είναι προς το συμφέρον και της ίδιας της Τουρκίας και των σχέσεων μας με τη χώρα αυτή και των σχέσεων της με τον σύγχρονο κόσμο να ακολουθήσει έναν ευρωπαϊκό δρόμο».
«Είμαστε πάντοτε προετοιμασμένοι για οποιαδήποτε πιθανή απειλή. Οι ελληνικές Ένοπλες δυνάμεις δεν λέμε απλώς, ότι είναι ισχυρές, αλλά είναι ισχυρές και θα ήταν λάθος σε οποιονδήποτε να ποντάρει σε σχέση με την ικανότητά τους και την αποφασιστικότητα του ελληνικού λαού», διεμήνυσε.
Όσον αφορά στις σχέσεις με την ΠΓΔΜ, ο αναπληρωτής υπουργός Εθνικής Άμυνας επανέλαβε ότι το βασικό πρόβλημα είναι ο αλυτρωτισμός, που εκπέμπεται από ένα κομμάτι της ηγεσίας των Σκοπίων, ο οποίος υπάρχει στην ονομασία, στο Σύνταγμα και τις διάφορες εκδηλώσεις. Διευκρίνισε δε ότι «όταν γίνονται κάποιες συζητήσεις θα υπάρχει ενός είδους συμβιβασμός αλλά αυτός είναι πάνω σε ένα όριο που δεν μπορείς να το ξεπεράσεις εύκολα», συμπληρώνοντας πως «πρέπει να βρεθεί ένας κοινός τόπος, που να βοηθάει και τα Σκόπια που έχουν το πρόβλημα να ενταχθούν στην ευρωπαϊκή οικογένεια».