Για την ανάγκη επίλυσης σε διεθνές και διακρατικό επίπεδο του ζητήματος που αφορά την ΠΓΔΜ αναφέρθηκε ο πρόεδρος της Βουλής Ν.Βούτσης στο χαιρετισμό του στην παρουσίαση του βιβλίου «10+1 Ερωτήσεις και Απαντήσεις για το Μακεδονικό» των Κ.Καρπόζηλου και Δ.Χριστόπουλου, όπως μεταδίδει το ΑΠΕ.
Η χώρα μας έχει συμφέρον να επιλυθεί το ζήτημα στη βάση μιας κοινής και αμοιβαία αποδεκτής, με ισχύ έναντι όλων, λύσης για το, με συνταγματική κατοχύρωση, όνομα και με μια ευρύτερη συμφωνία που θα πιστοποιεί, θα εγγυάται και θα ενθαρρύνει μια νέα εποχή στις σχέσεις των λαών, όχι μόνο στην οικονομία, αλλά και σε όλα τα ζητήματα που τις αφορούν, ανέφερε ο κ. Βούτσης.
«Αν για τον λαό και την ηγεσία της ΠΓΔΜ είναι αυτονόητη, διαχρονική και επιτακτική η ανάγκη να υπάρξει λύση που θα ανοίξει δρόμους για την ανάπτυξη και τη διεθνή υπόσταση της χώρας, το ίδιο με διαφορετικούς όρους είναι προφανές και για τη χώρα μας. Απλά αναφέρω, επειδή δεν τονίζονται όταν δεν αποκρύβονται μάλιστα στον σχετικό διάλογο, ότι η ανάδειξη και η ενίσχυση της χώρας μας ως «πόλου σταθερότητας» στην πολύ κρίσιμη περιοχή, δεν είναι καθόλου μια απλή υπόθεση. Ιδιαίτερα όταν γίνεται βαρύ το κλίμα απειλών από Ανατολάς, όπως πρόσφατα που η ένταση έχει κορυφωθεί. Επίσης, υπάρχει προφανής προτεραιότητα για την ενίσχυση της διεθνούς υποστήριξης, κυρίως από την ΕΕ αλλά και από άλλους οργανισμούς, προς την χώρα μας και προς τα Βαλκάνια γενικότερα, για την προοπτική της ένταξης των οποίων –των δυτικών Βαλκανίων- με συνέπεια εργαζόμαστε και σε σαφή αντιπαλότητα με τη στρατηγική θρησκευτικών τόξων και μεγαλοϊδεατικών στρατηγικών από γειτονικές χώρες. Ακόμη, η βαλκανική οικονομική συνέργεια που θα πρέπει να αναπτυχθεί είναι οργανικό μέρος του ευρύτερου αναπτυξιακού ρόλου που η χώρα μας διεκδικεί ως ενεργειακός και εμπορευματικός κόμβος, ιδιαίτερα στη νέα φάση, μετά και την τυπική λύση των μνημονιακών δεσμεύσεων», υπογράμμισε ο πρόεδρος της Βουλής.
«Η χώρα δεν κερδίζει από την παράταση της εκκρεμότητας. Δεν ενισχύεται από την μη θετική αξιοποίηση του παρόντος συσχετισμού πολιτικών δυνάμεων στη γείτονα χώρα και την παραμονή σε ένα status μη λύσης. Ενώ ταυτόχρονα μια τέτοια κατάσταση θα σηματοδοτεί την αδυναμία της χώρας να πείσει σχεδόν όλες τις άλλες χώρες της διεθνούς κοινότητας, γιατί θα επιμένουμε στην μη συμπερίληψη του όρου «Μακεδονία» σε σύνθετη ονομασία, επαναλαμβάνω, για όλες τις χρήσεις.
Σήμερα πια, ανεξάρτητα από τις διαφορετικές απόψεις που αναπτύσσονται στη σχετική συζήτηση, δεν νομίζω ότι υπάρχει κανείς που να μην αντιλαμβάνεται ότι χάθηκε πολύτιμος χρόνος. Δηλαδή χάθηκε χρόνος και αντίστοιχα απομειώθηκε διεθνές και οικονομικό-αναπτυξιακό κεφάλαιο μέσα σε μία μακρά περίοδο ισχυρών μεταπτώσεων και αλλαγών στην ευρύτερη περιοχή μας. Αφενός στην αρχή η ελληνική πλευρά δεν εργάστηκε για να υπάρξει και να κατοχυρωθεί σύνθετη ονομασία και αφετέρου, από ένα χρονικό σημείο και ύστερα, η τότε πολιτική ηγεσία στην ΠΓΔΜ δρομολογήθηκε σε ενέργειες με σαφή εθνικιστική διάσταση που εμμονικά κατέτειναν στην κατοχύρωση του ονόματος της χώρας ως «Μακεδονία».
Επ’ αυτού να επισημάνω ότι δεν θεωρώ χωρίς σημασία το να παραγράφεται η γεωγραφική και ιστορική πραγματικότητα που έχει καθορίσει μέσω διεθνών συνθηκών τα όρια της Μακεδονίας σε τουλάχιστον τρία γεωγραφικά μέρη. Είναι πιο δύσκολο μάλιστα στη χώρα μας να κατανοηθεί η θέση της πολιτικής ηγεσίας της ΠΓΔΜ εκείνης της περιόδου ως ονομασία αυτόνομης πλέον χώρας-μέλος του ΟΗΕ -και όχι ως ομόσπονδο μέρος της Γιουγκοσλαβίας- με πάντοτε υπαρκτή και παρούσα την μεγάλη περιφέρεια της Μακεδονίας στον ελλαδικό χώρο»
Ο πρόεδρος της Βουλής εκτίμησε ότι εφόσον έρθει στην Ελληνική Βουλή προς κύρωση μία συμφωνία, στη βάση των επανειλημμένων από πλευράς του πρωθυπουργού αλλά και του υπουργού Εξωτερικών δημόσιων τοποθετήσεων και δεσμεύσεων, θα βρει –μέσα και από τη συζήτηση- μία ευρύτατη πολιτική στήριξη.
«Πρέπει να τελειώνουν η σιωπή και οι τακτικισμοί πολιτικών ηγεσιών και δυνάμεων που αφήνουν ελεύθερο το πεδίο για να ακούγονται διχαστικοί αφορισμοί για «εθνομηδενιστές», για «προδότες» και «αγχόνες», για ανοικτές απειλές οργανώσεων ακόμα και απέναντι στους Έλληνες βουλευτές, τους πολιτειακούς παράγοντες, τον Πρωθυπουργό και τον Υπουργό εξωτερικών, ως μειοδότες και υπόλογους για εσχάτη προδοσία. Να αντιληφθούν όλοι ότι τέτοιες ακραίες συμπεριφορές δεν είναι απλά μια γραφική σύγχρονη έκδοση και εκδοχή της μετεμφυλιακής πατριδοκαπηλείας και της υστερικής εθνικοφροσύνης, αλλά αποτελούν –όπως αποδείχθηκε άλλωστε- το θερμοκήπιο για μια άκρως επικίνδυνη, νόθα επανανομιμοποίηση μέσα σε μερίδα τους λαού μας των φιλοφασιστικών, χρυσαυγίτικων αντιλήψεων.
Αντίθετα, η απροκατάληπτη συζήτηση και η δημιουργική αντιπαράθεση πάνω σε ιστορικά τεκμηριωμένα γεγονότα και τις «αλήθειες» κάθε πλευράς βοηθάει στο να διαμορφωθεί ένας ευρύς ευνοϊκός συσχετισμός για λύσεις και συμφωνίες. Για να μην παραδώσουμε στα παιδιά μας επικίνδυνες εκκρεμότητες και μία διαχρονική αστάθεια στην περιοχή που θα προσδίδουν βεβαίως και μία ισχυρή αβεβαιότητα για το μέλλον της χώρας και του λαού μας», ανέφερε ο πρόεδρος της Βουλής.