«Δεν ξέρω αν ποτέ το ξεπεράσω αλλά έχουν περάσει 8 χρόνια – τόσα δεν είναι; – και ακόμη όταν φτάνω κοντά στις σιδεριές και τα πανιά, με πιάνει το στομάχι μου. Το φασκιωμένο ακόμη τετράγωνο μου προκαλεί πόνο, το στόμα μου γεμίζει στάχτη», αναφέρει σε μήνυμά του στο Facebook o Σταύρος Θεοδωράκης για την πυρκαγιά που στοίχισε τη ζωή σε τρία άτομα που εργάζονταν στην Marfin Egnatia Bank στην οδό Σταδίου.
Και η ανάρτηση του κ. Θεοδωράκη συνεχίζει ως εξής: «Έχω πιάσει τον εαυτό μου να είμαι απέναντι στον Ιανό και να μην θέλω να κοιτάξω. Ή, αντίστροφα, να ανεβαίνω με την μηχανή την Σταδίου και να πηγαίνω τόσο σιγά, γλύφοντας το δεξί πεζοδρόμιο, που να εκνευρίζονται οι οδηγοί, να κορνάρουν και να βρίζουν.
Είναι οι στιγμές που ακούω ξανά τις φωνές. «Να καούν οι που****ες», «αφήστε τους να καούν». Αυτό είναι που με στοιχειώνει περισσότερο. Δεν με νοιάζει οι εμπρηστές. Ο ένας, οι δύο… Πάντα θα υπάρχουν ένας, δύο, τρεις, τέσσερις που θα κάνουν ένα έγκλημα. Μπορεί σήμερα να το έχουν μετανιώσει. Μπορεί και όχι. Μπορεί να το μετάνιωσαν και την ίδια εκείνη τη στιγμή που πέταξαν το μπιτόνι. Μπορεί και όχι.
Αλλά ο μεγάλος μου θυμός δεν είναι γι’ αυτούς. Είναι για τους πολλούς που φώναζαν στην Αγγελική – στην έγκυο Αγγελική – στην Βιβή, στον Επαμεινώνδα»να καείτε».
Αυτοί που δεν άφηναν την πυροσβεστική να πλησιάσει.
Αυτοί που μούτζωναν τα παιδιά στα μπαλκόνια. Αυτά προσπαθούσαν να αναπνεύσουν, γονάτιζαν για μια ανάσα, και αυτοί γιούχαραν, έβριζαν και σε λίγο μπορεί να γέλαγαν ανάβοντας τσιγάρο. Ότι ξέμπλεξαν και με αυτούς τους προδότες που εκείνη την ημέρα δούλευαν αντί να διαδηλώνουν.
Και μην μου πείτε «που τα ξέρεις όλα αυτά» γιατί τα έχω όλα εδώ μπροστά μου στο μαύρο φάκελλο που ποτέ δεν φεύγει από το γραφείο μου. Αλλάζω γραφείο αλλά αυτός εκεί. Με ακολουθεί.
Οι μαρτυρίες στο δικαστήριο. Οι ιατροδικαστικές εκθέσεις. Τα ρεπορτάζ στις εφημερίδες. Οι δεκάδες ώρες βίντεο που έχουμε στους «Πρωταγωνιστές». Η αστεία δικαιολογία που ακούστηκε στο ακροατήριο – έξι χρόνια μετά! – ότι «μπορεί να ήταν φίλαθλοι, μεθυσμένοι, οτιδήποτε».
Όχι! Δεν ήταν μεθυσμένοι, αυτοί που έκαψαν την Μαρφίν, το Αττικόν, τον Απόλλωνα. Ήταν πολλοί. Ήταν στρατιώτες ενός ακήρυχτου εμφυλίου. Ήταν οι κομπάρσοι τελικά στην αρένα της διχαστικής μας δημοκρατίας.
Αν δεν το παραδεχθούμε, αν δεν το μετανιώσουμε, αν δεν το φωνάξουμε, θα μας ντροπιάζει για πάντα».