«Πρόκληση» χαρακτήρισε το γεγονός ότι «οι πολιτικές δυνάμεις του τόπου ενημερώνονται από τα σκοπιανά sites και τις δηλώσεις του κ. Ζάεφ» για το Σκοπιανό και όχι από την κυβέρνηση, η Ντόρα Μπακογιάννη.
Η τομεάρχης Οικονομίας και Ανάπτυξης της Νέας Δημοκρατίας σχολιάζοντας την τοποθέτηση του κυβερνητικού εκπροσώπου, ότι «δεν υπάρχει συμφωνία αυτή τη στιγμή και, όταν θα υπάρξει, θα ενημερώσουμε τις πολιτικές δυνάμεις και τον ελληνικό λαό, για να ακολουθήσει μια ευρεία και διεξοδική συζήτηση, υπογράμμισε πως «είναι ντροπή του κ. Τζανακόπουλου να δηλώνει τέτοια πράγματα».
«Το ελάχιστο, το μίνιμουμ σοβαρότητας και υπευθυνότητας απαιτούσε οι πολιτικές δυνάμεις του τόπου να έχουν πλήρη ενημέρωση. Δεν νοείται να ενημερώνονται όλα τα σκοπιανά κόμματα και τα ελληνικά κόμματα να τελούν εν αγνοία. Να καλούμαστε να τοποθετηθούμε επί ενός θέματος που δεν γνωρίζουμε», ανέφερες η πρώην υπουργός και πρόσθεσε:
«Εγώ αρνήθηκα χθες να τοποθετηθώ στη Ρόδο και αρνούμαι και σήμερα. Εκφράζω απλώς την οργή μου για την έλλειψη δημοκρατικής ευαισθησίας, την οποία παρουσιάζει η κυβέρνηση για ένα θέμα που αγγίζει κάθε Έλληνα πολίτη, την ψυχή του και την καρδιά του».
«Το ελάχιστο που έχει να κάνει ο κ. Τσίπρας πριν συμφωνήσει», συμπληρωσε η βουλευτής της ΝΔ, «είναι να ενημερώσει και να συζητήσει με την αντιπολίτευση», καθώς «δεν υπάρχει συριζαϊκό-καμμενικό ή δεν ξέρω τι Σκοπιανό, είναι ένα θέμα που αφορά όλους τους Έλληνες».
Σε ό,τι αφορά τα όσα δήλωσε ο Βαγγέλης Μεϊμαράκης, στο Οικονομικό Επιμελητήριο Ελλάδας, το «γαλάζιο» στέλεχος σημείωσε πως αυτό το οποίο είπε ο πρώην αρχηγός της παράταξης είναι ότι «αν δεν υπήρχε το καλοκαίρι του 2015, η παρέμβαση του Προέδρου της Δημοκρατίας και η υπεύθυνη στάση της Νέας Δημοκρατίας και της υπόλοιπης αντιπολίτευσης, η Ελλάδα σήμερα θα βρισκόταν χωρίς ευρώ και εκτός Ευρωπαϊκής Ένωσης».
Η ίδια επισήμανε ακόμα πως «αυτή η θέση που τότε, με την ψήφο μας αποδείξαμε ότι αυτό πιστεύουμε, σήμερα έχει δικαιωθεί πλήρως σε αντίθεση με τη θέση του κ. Τσίπρα, ο οποίος προχώρησε μετά τις εκλογές αυτές, που είπε ότι δεν θα τις κάνει, σε μια λογική ακραίου διχασμού του ελληνικού λαού, την οποία συνεχίζει και μέχρι σήμερα στην προσπάθειά του να κρατήσει συσπειρωμένο ένα κομμάτι της βάσης του».
Σύμφωνα, επίσης, με το μέλος της αξιωματικής αντιπολίτευσης, σήμερα το αίτημα για εκλογές είναι κυρίαρχο καθώς «το ότι η χώρα χρειάζεται σήμερα εκλογές φαίνεται και από τις δημοσκοπήσεις, πλέον».
Για τις πολιτικές εξελίξεις στην Ιταλία, η άλλοτε υπουργός Εξωτερικών εξέφρασε την πολύ μεγάλη ανησυχία της, λέγοντας χαρακτηριστικά:
«Δεν νομίζω ότι υπάρχει ένας Ευρωπαίος σήμερα, ο οποίος να μην κοιτάζει στην Ιταλία με πάρα πολύ μεγάλο φόβο και με πάρα πολύ μεγάλη ανησυχία. Είναι βέβαιο ότι μετά την Ελλάδα, η δεύτερη χώρα που περνάει σε λαϊκίστικη κυβέρνηση είναι η Ιταλία».
«Κάθε φορά -και η εμπειρία της Ελλάδας το έχει διδάξει και δυστυχώς φαίνεται ότι οι φίλοι μας οι Ιταλοί δεν το κατάλαβαν- φαίνεται ότι αυτός ο λαϊκισμός, ο οποίος εκφράζεται προεκλογικά και κυρίως τους πρώτους μετεκλογικούς μήνες, όπως έγινε επί αλήστου μνήμης Βαρουφάκη-Τσίπρα το πρώτο εξάμηνο, έχει τελικώς ένα πολύ μεγάλο κόστος για τον λαό», είπε η κ. Μπακογιάννη.
Μιλώντας στον ραδιοφωνικό σταθμό του Αθηναϊκού-Μακεδονικού Πρακτορείου Ειδήσεων “Πρακτορείο 104,9 FM”, εκτίμησε, δε, ότι «εμάς μας αγγίζει διπλά γιατί ακόμα είμαστε ο αδύναμος κρίκος μέσα στην Ευρώπη» και εξήγησε:
«Ο κ. Τσίπρας βγαίνει και φωνάζει και μιλάει περί καθαρής εξόδου. Καθαρή έξοδος με τα σημερινά δεδομένα είναι εξαιρετικά δύσκολη και αμφισβητήσιμη και γι’ αυτό όλος ο σώφρων κόσμος τού λέει ότι χρειαζόμαστε ένα δίχτυ ασφαλείας διότι δεν είναι δυνατόν να βγούμε με επιτόκια τρελά. Αυτή η έλλειψη σοβαρότητας που επιδεικνύουμε για επικοινωνιακούς και μόνο λόγους, απλώς δυσκολεύει τα πράγματα».
Σε ό,τι αφορά τις εκλογές της 24ης Ιουνίου στην Τουρκία και το κλίμα στη γειτονική χώρα κατά την προεκλογική περίοδο, η ίδια μίλησε για μια «πολύ δύσκολη συγκυρία», καθώς «έχουμε έναν ανταγωνισμό εθνικισμού μεταξύ των δύο κυρίαρχων πολιτικών δυνάμεων στην Τουρκία», γι’ αυτό και «χρειάζεται, από τη δική μας πλευρά, αυξημένη επαγρύπνηση και αυξημένη σοβαρότητα».