Συνάντηση με Σολτς στο Βερολίνο
Την ανάγκη «μεγάλης πολιτικής αλλαγής», προκειμένου όχι μόνο να ανακάμψει η οικονομία αλλά και «να σταματήσει η δραματική υπονόμευση του δημοκρατικού κεκτημένου από μια κυβέρνηση η οποία κάθε μέρα εκτρέπεται όλο και περισσότερο σε λόγο διχαστικό και παραληρηματικό», τόνισε ο πρόεδρος της Νέας Δημοκρατίας Κυριάκος Μητσοτάκης από το Βερολίνο.
«Οι τελευταίες δηλώσεις της κυβέρνησης, δείχνουν μια κυβέρνηση που έχει χάσει κάθε επαφή με την πολιτική, κοινωνική και οικονομική πραγματικότητα. Το να βλέπει κανείς φαντάσματα διαπλοκής, είναι συνήθως ιστορικά το τελευταίο καταφύγιο κυβερνήσεων που καταρρέουν. Το έχουμε ξαναδεί», δήλωσε ο κ. Μητσοτάκης και τόνισε ότι η Νέα Δημοκρατία είναι σήμερα η μόνη πολιτική δύναμη με αξιόπιστο σχέδιο, «το οποίο μπορεί να πείσει όχι μόνο τους εταίρους μας, οι οποίοι, δυστυχώς για τη χώρα, θα εξακολουθήσουν να την εποπτεύουν για τα επόμενα χρόνια, αλλά κυρίως την επενδυτική κοινότητα, ότι η Ελλάδα έχει μέλλον και προοπτική και ότι αξίζει να επενδύσει κανείς τα κεφάλαιά του».
Αυτό το σχέδιο, «για το πώς η χώρα θα επανέλθει σε τέτοιους ρυθμούς ανάπτυξης ώστε να μπορέσει να επανέλθει η ευημερία στους Έλληνες πολίτες και η σταθερή δυνατότητα χρηματοδότησης της ελληνικής οικονομίας», παρουσίασε χθες ο αρχηγός της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης στον Αντικαγκελάριο και υπουργό Οικονομικών της Γερμανίας Όλαφ Σολτς.
Αναφερόμενος στην συνάντησή του με τον κ. Σολτς, ο Κυριάκος Μητσοτάκης επισήμανε χαρακτηριστικά ότι «δεν συζητήσαμε για το παρελθόν, αλλά συζητήσαμε για το μέλλον, για το πώς η Ελλάδα μπορεί να κάνει ένα μεγάλο αναπτυξιακό άλμα, να προσελκύσει επενδύσεις, να δημιουργήσει πολλές καλοπληρωμένες θέσεις απασχόλησης, για το πώς τα νέα παιδιά, τα οποία έφυγαν κατά εκατοντάδες χιλιάδες στα χρόνια της κρίσης, θα επιστρέψουν πίσω, πώς μια διαφορετική φορολογική πολιτική, με μειωμένους φόρους και μειωμένες εισφορές, θα βελτιώσει το διαθέσιμο εισόδημα των Ελλήνων και για το πώς η χώρα θα γίνει -επιτέλους- ένας ελκυστικός επενδυτικός προορισμός και θα αξιοποιήσει τα μεγάλα της συγκριτικά πλεονεκτήματα».
Ειδικά σε ό,τι αφορά την ρύθμιση για το ελληνικό χρέος, σύμφωνα με το ΑΠΕ, ο κ. Μητσοτάκης έκανε λόγο για «χειρότερη ρύθμιση από αυτήν που είχε συμφωνηθεί το 2012, γιατί η κατάσταση του ελληνικού χρέους είναι σήμερα πολύ χειρότερη».
Όποια ρύθμιση και αν δώσουμε στο ελληνικό χρέος «είναι αναγκαία αλλά δεν είναι αρκετή, αν εμείς οι ίδιοι δεν αποφασίσουμε να κάνουμε εκείνες τις αλλαγές που θα βελτιώσουν την ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας, ώστε η χώρα να μην είναι επαίτης της Ευρώπης, αλλά πρωταγωνιστής των ευρωπαϊκών εξελίξεων». Και αυτήν την προοπτική, αυτήν την ελπίδα, την διασφαλίζει σήμερα μόνο η Νέα Δημοκρατία, πρόσθεσε ο αρχηγός του κόμματος, εξηγώντας ότι δεν ήρθε στην Γερμανία για να συζητήσει για δανεικά, αλλά για τις μελλοντικές προοπτικές.
Κατά την διάρκεια της συνάντησης με τον Γερμανό υπουργό Οικονομικών, ο κ. Μητσοτάκης έθεσε μεταξύ άλλων το ζήτημα της μείωσης των φορολογικών συντελεστών στις επιχειρήσεις, του προσδιορισμού του κόστους στις εισφορές και της δημιουργίας σταθερού οικονομικού περιβάλλοντος, φιλικού προς τις επενδύσεις. Ερωτηθείς σχετικά, επισήμανε ότι δεν υπάρχει κανένας συνομιλητής του τα τελευταία δύο χρόνια ο οποίος να έχει προβάλει τεκμηριωμένη αντίδραση σε ένα σχέδιο αλλαγής του μείγματος δημοσιονομικής πολιτικής με μείωση φόρων αλλά και εξορθολογισμό των δαπανών. «Δουλεύουμε 186 μέρες για να πληρώνουμε φόρους και εισφορές», σημείωσε ο κ. Μητσοτάκης, αναφερόμενος στα στοιχεία πρόσφατης έρευνας, «για να έχουμε υπηρεσίες τύπου Πολάκη στην Υγεία, τύπου Γαβρόγλου στην Παιδεία, τύπου Τόσκα στην Ασφάλεια».
Όποιος δημοσιονομικός πόρος προκύψει – και δεν θα είναι αμελητέος -, πρόσθεσε, θα διατεθεί κατά 80% στην μείωση του χρέους και κατά 20% σε στοχευμένες κοινωνικές παροχές, όπως «στην λελογισμένη αύξηση του ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος και στην απαρέγκλιτη δέσμευση να μην υπάρχει κανένα παιδί εκτός παιδικών σταθμών».
Σε ό,τι αφορά το θέμα των πρωτογενών πλεονασμάτων, ο Κυριάκος Μητσοτάκης, απαντώντας σε σχετική ερώτηση, διευκρίνισε ότι δεν είναι κάτι που θα θέσει σε πρώτο χρόνο, αλλά αργότερα, όταν η κυβέρνησή του θα έχει αποδείξει την αξιοπιστία της. «Πρώτα θα δείξουμε σοβαρότητα και θα αποκαταστήσουμε την εμπιστοσύνη», τόνισε και ανέφερε ότι «η χώρα βγαίνει βαθιά τραυματισμένη από αυτή την περιπέτεια της κυβέρνησης Τσίπρα – Καμμένου και εξακολουθούν να μας συνοδεύουν τα απόνερα από το α εξάμηνο του 2015».