Στο ίδιο τηλεοπτικό σταθμό με τον κυβερνητικό εκπρόσωπο, Δημήτρη Τζανακόπουλο, βρέθηκε ο Μάκης Βορίδης, με την αντιπαράθεση των δύο ανδρών να μην λείπει, με αφορμή την υπόθεση του Αριστείδη Φλώρου. Μάλιστα, όπως επισήμανε ο κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος της Νέας Δημοκρατίας, η κυβέρνηση έχει «πολιτικές ευθύνες για την αποφυλάκισή του».
Ο κ. Βορίδης υποστήριξε ότι έγινε κατ’ εφαρμογήν του νόμου Παρασκευόπουλου, που ελαστικοποίησε τις προϋποθέσεις αποφυλάκισης, καθώς άλλαξε τον χρόνο έκτισης της ποινής μέχρι να υποβάλλεται η αίτηση και ακολούθως μείωσε το απαιτούμενο ποσοστό αναπηρίας.
«Το χαρτί της αποφυλάκισης προέρχεται από μία διεφθαρμένη διοίκηση, πολιτικός προϊστάμενος της οποίας είναι η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ, τα ΚΕΠΑ λειτουργούν με έναν συγκεκριμένο τρόπο, την ευθύνη την έχει η κυβέρνηση», σημείωσε.
Και πρόσθεσε: «Φυσιολογική αντίδραση της κυβέρνησης θα ήταν να σκεφθεί τον κακό νόμο, ότι κάτι δεν λειτουργεί και να τον διορθώσει. Ακολούθως να κάνει κάτι για τα φαινόμενα διαφθοράς. Δεν έκαναν τίποτε από αυτά, αλλά έβαλαν την λάσπη στον ανεμιστήρα και άρχισαν να λένε ο Μητσοτάκης, ο Δημητριάδης, ο Βορίδης…».
Για την προσωπική του εμπλοκή, διευκρίνισε ότι υπήρξε συνήγορος του Αριστείδη Φλώρου μέχρι το 2014 -όταν υπέβαλε στο Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων μαζί με άλλους συνηγόρους αίτημα αναβολής- και ενώ ήταν κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος.
«Εν συνεχεία υπουργοποιήθηκα και ουδεμία σχέση είχα με την υπεράσπιση», είπε χαρακτηριστικά και πρόσθεσε ότι «ουδεμία σχέση είχα με την αποφυλάκιση Φλώρου». Κατηγόρησε δε, την κυβέρνηση ότι προσπαθεί να στρέψει την προσοχή από το κύριο που είναι η τωρινή αποφυλάκιση.
Όσο για την φερόμενη εμπλοκή του ανιψιού και συμβούλου του προέδρου της ΝΔ, ανέφερε ότι το 2012 εκείνος «ίδρυσε μία εταιρεία offshore κατ’ εντολήν του Φλώρου. Στη συνέχεια όμως καταθέτει ως μάρτυς κατηγορίας εναντίον του Φλώρου. Και η κατάθεσή του είναι μεταξύ των καταθέσεων που οδηγούν στη φυλάκιση Φλώρου».
Τέλος, σε ερώτηση για το θέμα του κατώτερου μισθού, ο κ. Βορίδης ανέφερε ότι «ο κατώτερος μισθός είναι χαμηλός και πρέπει να αυξηθεί, ωστόσο, πρέπει αυτό να γίνει σε συνεννόηση με τις δυνάμεις και τους παραγωγικούς φορείς ώστε η όποια αύξηση να μην έχει παρενέργειες και κυρίως να μην οδηγήσει σε αύξηση της ανεργίας. Χρειάζεται συναντίληψη και συναίνεση».