Κατά την ετήσια τακτική γενική συνέλευση της Ένωσης Διοικητικών Δικαστών η πρόεδρος του Συμβουλίου της Επικρατείας Αικατερίνη Σακελλαροπούλου τόνισε ότι «το πρόβλημα της Δικαιοσύνης συνδέεται άρρηκτα με τις παθογένειες του ελληνικού κράτους», ενώ η πρόεδρος της Ένωσης Διοικητικών Δικαστών (ΕΔΔ) Αγγελική Λαϊνιώτη επισήμανε το φαινόμενο της κοινωνικής και πολιτικής αδικίας, που οδηγεί σε ανεπιθύμητες και ακραίες κοινωνικές καταστάσεις, κάτι το οποίο οδηγεί με τη σειρά τους πολίτες σε ακραίες ομάδες.
Ειδικότερα, κατά τις εργασίες της γενικής συνέλευσης της ΕΔΔ, η οποία πραγματοποιήθηκε στην αίθουσα τελετών του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών, παραβρέθηκαν εκπρόσωποι των κομμάτων, η πρώην πρόεδρος της Βουλής Ζωή Κωνσταντοπούλου, η πρόεδρος του Συμβουλίου της Επικρατείας Αικατερίνη Σακελλαροπούλου, ο πρόεδρος του Αρείου Πάγου Βασίλειος Πέππας, ο πρόεδρος του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους Ιωάννης- Κωνσταντίνος Χαλκιάς, εκπρόσωποι των άλλων δικαστικών Ενώσεων, δικαστές, κ.λπ.
Από την πλευρά του ο γενικός γραμματέας του υπουργείου Δικαιοσύνης Γεώργιος Σαρλής, αναφέρθηκε στο νομοθετικό έργο του Υπουργείου, στην σύνταξη δύο νέων Κωδίκων (Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών και Κώδικα Δικαστικών Υπαλλήλων), στην επίλυση των καθημερινών προβλημάτων που ανακύπτουν στο χώρο της Δικαιοσύνης και επισήμανε την αναγκαιότητα συνεργασία μεταξύ του υπουργείου και των δικαστών για το καλό της Δικαιοσύνης.
Η πρόεδρος του ΣτΕ Αικατερίνη Σακελλαροπούλου επισήμανε ότι «το πρόβλημα της Δικαιοσύνης συνδέεται άρρηκτα με τις παθογένειες του ελληνικού κράτους» και συνέχισε: «όσοι νομίζουν ότι έχουν έτοιμες λύσεις αυταπατώνται και κινούνται στα όρια του λαϊκισμού». Οι λύσεις, προσέθεσε «χρειάζονται μελέτη, συνεργασία των φορέων και φυσικά σύμπραξη των δικαστών».
Ακόμη, η Αικατερίνη Σακελλαροπούλου ανέφερε: «Ο έλεγχος της συνταγματικότητας των νόμων αποτελεί εργαλείο του κράτους δικαίου και δεν προσφέρεται για πρωτοσέλιδα εφημερίδων, πρέπει να είμαστε πάντοτε προσεκτικοί στο θέμα αυτό. Να διακρίνουμε μεταξύ της συγγραφής ενός επιστημονικού άρθρου από νέο επιστήμονα και της δικαστικής απόφασης. Χρειάζεται πάνω απ’ όλα υπευθυνότητα. “Αποφάσεις -βόμβες” που ανακοινώνονται από δικηγορικά γραφεία ή από τον Τύπο, πάνω σε θέματα που θίγουν ευάλωτα τμήματα πληθυσμού, πριν επιληφθεί το αρμόδιο δικαστήριο μόνο σύγχυση προκαλούν και αποτελούν εκδήλωση λαικισμού».
Ακόμη, η πρόεδρος του ΣτΕ, επισήμανε ότι «η προσφυγή στην Δικαιοσύνη είναι ένδειξη εκδημοκρατισμού μιας κοινωνίας, αλλά ο μεγάλος όγκος των εκκρεμών υποθέσεων στην Διοικητική Δικαιοσύνη συνδέεται και με τις αστοχίες του νομοθέτη και τα αβελτηρία της διοίκησης» και συνέχισε: «Οι συχνές μεταβολές των φορολογικών ρυθμίσεων δεν διευκολύνουν το έργο της Δικαιοσύνης, ούτε βελτιώνουν το επενδυτικό κλίμα. Η πολυπλοκότητα, η ασάφεια της φορολογικής νομοθεσίας καταδεικνύεται και από το γεγονός της έκδοσης μεγάλου αριθμού εγκυκλίων».
Σε όλο αυτό το αρνητικό κλίμα προστίθεται «η έλλειψη κωδικοποιήσεων σε πολλούς τομείς του Δημοσίου Δικαίου» κάτι που «επιτείνει την ανασφάλεια Δικαίου και δημιουργεί βασική αιτία δημιουργίας διαφορών», ενώ σε όλα αυτά συμβάλει τόσο «η κακή λειτουργία της διοίκησης, η οποία αποτελεί μηχανή παραγωγής διαφορών», όσο και η ευχέρεια που παρέχεται από το νομοθεσία και την επιεική τακτική των δικαστηρίων, «να ασκούνται προδήλως αβάσιμα ένδικα βοηθήματα και μέσα» κάτι που έχει ως αποτέλεσμα «να παρατείνεται αδικαιολογήτως με ενέργειες των διαδίκων η εκκρεμοδικία». Παράλληλα, συμβάλλει στο κλίμα καθυστέρησης και «οι αδυναμίες στην οργάνωση των δικαστηρίων».
Σύμφωνα με την Αικατερίνη Σακελλαροπούλου, «ιδιαίτερη σημασία στο θέμα της ορθολογικής λειτουργίας της Δικαιοσύνης έχει η δημιουργία νέου δικαστηριακού χάρτη», δηλαδή κάτι «που αποβλέπει στην οργάνωση απονομής της Δικαιοσύνης κατά τρόπο ορθολογικό, εντός των γεωγραφικών ορίων της επικράτειας και λαμβάνοντας υπόψη την διοικητική διαίρεση της χώρας, ώστε να εξυπηρετούνται τα άτομα και η κοινωνίας από την παροχή υπηρεσιών δικαιοδοτικού χαρακτήρα». Ο επανασχεδιασμός της χωροταξίας στα Διοικητικά Δικαστήρια, κατά την πρόεδρο του ΣτΕ, «αποτελεί αντικείμενο δημόσια πολιτικής, η οποία πρέπει να διαμορφωθεί στο πλαίσιο χάραξης ευρύτερης πολιτικής για την Δικαιοσύνη που περιλαμβάνει δέση τομεακών δημόσιων πολιτικών, οι οποίες στοχεύουν στην συνολική αναδιάρθρωσή της».
Δ. Κωστάκης: Μεγάλη μείωση εκκρεμών υποθέσεων στα διοικητικά δικαστήρια
Ο επίτροπος Επικρατείας των τακτικών Διοικητικών Δικαστηρίων Δημήτριος Κωστάκης, στον χαιρετισμό του ανέφερε ότι «ο δικαστής οφείλει προσηλωμένος στο Σύνταγμα και τους νόμους και υπακούοντας στη φωνή της συνείδησής του να υπερασπίζεται ανυποχώρητα, μη φειδόμενος κόπου και θυσιών, τη δημοκρατία, το Σύνταγμα, τα ανθρώπινα δικαιώματα και το κοινωνικό κράτος δικαίου» και συνέχισε:
«Οι εκκρεμείς υποθέσεις στα 9 Διοικητικά Εφετεία και τα 30 Διοικητικά Πρωτοδικεία της χώρας ανέρχονταν στις 31-12-2018 σε 196.000, έναντι 235.000 στις 31-12-2017, 281.000 στις 31-12-2016, 357.000 στις 31-12-2014 και 444.000 στις 31-12-2012. Παρατηρείται, κατά συνέπεια, μία πολύ μεγάλη μείωση των εκκρεμών υποθέσεων κατά την τελευταία εξαετία».
Παράλληλα, ανέφερε, μεταξύ των άλλων, τα εξής: «Αν εξαιρέσουμε ορισμένα διοικητικά δικαστήρια (Αθηνών, Θεσσαλονίκης, Τρικάλων, Σύρου, Μυτιλήνης, Χαλκίδας, Ρόδου, Βέροιας, Καβάλας, Κομοτηνής, Κέρκυρας και Βόλου) τα οποία στεγάζονται σε κτίρια αντάξια της αποστολής τους, αρκετά από τα υπόλοιπα στεγάζονται σε διαμερίσματα / γραφεία πολυκατοικιών. Η πλειονότητα των τελευταίων αυτών δικαστηρίων στερείται ακροατηρίου και οι δικογραφίες μεταφέρονται, κατά τις δικασίμους, στα κτίρια όπου στεγάζονται τα πολιτικά δικαστήρια και επιστρέφουν, στη συνέχεια, από αυτά, με όλους τους κινδύνους για την ασφάλεια του περιεχομένου τους. Ειδικώς, όσον αφορά τα Διοικητικά Δικαστήρια του Πειραιά (Εφετείο και Πρωτοδικείο) αυτά στεγάζονται σε γραφεία πολυκατοικιών παλαιάς κατασκευής, παντελώς ακατάλληλα για την στέγαση δικαστικών υπηρεσιών».
Αγγ. Λαϊνιώτη: Ανησυχία από την άνοδο των εθνικιστών στην Ε.Ε.
Η πρόεδρος της Ένωσης Διοικητικών Δικαστών, πρόεδρος Εφετών, Αγγελική Λαϊνιώτη ανέφερε ότι «η άνοδος της δύναμης εθνικιστικών πολιτικών σχηματισμών και μάλιστα σε χώρες προοδευτικές και δημοκρατικές προκαλεί ανησυχίες». Συγκεκριμένα, η πρόεδρος της Ένωσης αναφερόμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση επισήμανε:
«Σήμερα, σε αντίθεση με όσα συνέβαιναν τις προηγούμενες δεκαετίες, παρατηρείται στην Ευρώπη σαφής υποχώρηση του κοινωνικού κράτους και μάλιστα σε εποχή οικονομικής κρίσης, κατά την οποία η ενδυνάμωσή του είναι περισσότερο αναγκαία από ποτέ, λόγω του ότι ο κυριότερος αποδέκτης των οικονομικών κραδασμών είναι οι αδύναμες μερίδες του πληθυσμού. Η ΕΕ πρέπει να λειτουργεί προεχόντως για τους λαούς της και να στοχεύει στην ευημερία και την πρόοδο αυτών και όχι μόνο στην προστασία της μεγάλης επιχειρηματικότητας και της ελεύθερης λειτουργίας των αγορών, παραγόντων ασφαλώς αναγκαίων αλλά όχι αποκλειστικών για την ευημερία των πολιτών».
Από την άλλη μεριά, συνέχισε η κ. Λαϊνιώτη, «η αποτυχία της εμπέδωσης από τους πολίτες της πεποίθησης ότι η ΕΕ υπάρχει κυρίως για την προστασία, την ανάπτυξη και την ευημερία τους θα οδηγήσει με βεβαιότητα στην αποτυχία και τη διάλυσή της.
Η κοινωνική ειρήνη, η προστασία της μητρότητας, των αναπήρων, της τρίτης ηλικίας, η καταπολέμηση της ανεργίας και της ακραίας φτώχειας αποτελούν σημαντικούς παράγοντες ευημερίας, ως αποτέλεσμα της αρμονικής συνεργασίας των πολιτικών και οικονομικών θεσμών σε ένα υγιές κράτος δικαίου, απαλλαγμένο γραφειοκρατίας, διαφθοράς και διαπλοκής».
Αναφορικά με τους ηγέτες της Ευρωπαϊκής Ένωσης η Αγγελικής Λαϊνιώτη επισήμανε: «Οι ηγέτες της Ευρώπης πρέπει να προβληματιστούν από την ενδυνάμωση ευρωσκεπτικιστικών αντιλήψεων και πρακτικών εσωστρέφειας σε χώρες που εμφορούνταν για δεκαετίες από δημοκρατικές αξίες και ιδεώδη, γιατί η ενδυνάμωση τέτοιων αντιλήψεων έχει δράση αργή μεν, αλλά διαβρωτική της ενότητας των κρατών μελών. Η άνοδος της δύναμης εθνικιστικών πολιτικών σχηματισμών και μάλιστα σε χώρες προοδευτικές και δημοκρατικές προκαλεί ανησυχίες. Και μην ξεχνάμε ότι πίσω από την άνοδο στην εξουσία των σχηματισμών αυτών είναι η ψήφος των πολιτών. Η στροφή αυτή των πολιτών κρύβει ή μάλλον φανερώνει κινδύνους για την κοινωνική συνοχή και ειρήνη. Θα αποτελεί σφάλμα η απόδοση του φαινομένου μόνο στη “λαϊκίστικη ρητορική”».