“Η ειρωνεία στην εκστρατεία της ουγγρικής κυβέρνησης είναι ότι οι επιθέσεις κατά της ΕΕ είναι στην πραγματικότητα επιθέσεις κατά της ίδιας της Ουγγαρίας. Αργά ή γρήγορα θα το καταλάβουν”, τονίζει ο επίτροπος Μετανάστευσης, Εσωτερικών Υποθέσεων και Ιθαγένειας Δημήτρης Αβραμόπουλος σε συνέντευξή του στο ουγγρικό μέσο HVG, αναφερόμενος στην καμπάνια που έχει ξεκινήσει από τον Φεβρουάριο από την κυβέρνηση Όρμπαν στον Τύπο, στο ίντερνετ, καθώς και με αφίσες κατηγορώντας τον πρόεδρο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ζαν-Κλοντ Γιούνκερ, μέλος του ΕΛΚ όπως και ο Ούγγρος πρωθυπουργός, ότι “υποστηρίζει τη μετανάστευση” στο πλευρό του δισεκατομμυριούχου Τζορτζ Σόρος. “Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ενεργεί με πλήρη διαφάνεια, δεν πολιτικολογούμε κεκλεισμένων των θυρών και οι Ούγγροι πολίτες, αλλά και οι πολίτες ολόκληρης της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αξίζουν να γνωρίζουν τι συμβαίνει στην πραγματικότητα. Όλα τα υπόλοιπα είναι φαντασιολογίες” υπογραμμίζει ο Ευρωπαίος επίτροπος.
Επισημαίνει ότι η Ουγγαρία αποτελεί πλήρες μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης και ως εκ τούτου, η ουγγρική κυβέρνηση συμμετέχει στη λήψη των αποφάσεων της Ευρωπαϊκής Ένωσης. “Η Ουγγαρία είναι μέλος του Συμβουλίου, δηλαδή συναποφασίζει στο πλαίσιο αυτού. Η προσέγγισή της είναι επομένως αντιφατική: αφενός, εγκρίνει τις αποφάσεις μας και, αφετέρου, τις αμφισβητεί, και φτάνει ακόμα και στο να επιτεθεί σε αυτές”, σημειώνει, ενώ κάνει λόγο για “εξόφθαλμη παραπληροφόρηση” στην οποία η Επιτροπή απάντησε και θα συνεχίσει να απαντά για να την ανασκευάσει. “Όλοι γνωρίζουμε ότι ζούμε στην εποχή της παραπληροφόρησης (fake news) . Ωστόσο, οι πολίτες της ΕΕ χρειάζονται αμερόληπτες και αντικειμενικές πληροφορίες. Γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο, ήθελα να δώσω αυτή τη συνέντευξη, ώστε να δοθεί η δυνατότητα στους Ούγγρους να διαβάσουν τα λόγια μου, χωρίς παρερμηνείες”, προσθέτει.
Σημειώνει επίσης, ότι “ορισμένες κυβερνήσεις παρουσιάζουν στους πολίτες τους μία ψευδή εικόνα σχετικά με την ΕΕ, για να εξυπηρετήσουν τα δικά τους εσωτερικά πολιτικά συμφέροντα. Αυτές είναι λαϊκίστικες πρακτικές” και τονίζει ότι όλα τα κράτη- μέλη, συμπεριλαμβανομένης και της Ουγγαρίας, “οφείλουν να αναλαμβάνουν τις ευθύνες τους για τις αποφάσεις που λαμβάνουμε από κοινού, καθώς με τον τρόπο αυτό εξυπηρετούνται τα συμφέροντα των πολιτών τους”.
Απαντώντας στις επικρίσεις Ούγγρων πολιτικών ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν χορήγησε χρηματοδοτική ενίσχυση για την επιτήρηση των συνόρων, και σε αντιφατικές ειδήσεις σχετικά με το ύψος της χρηματοδότησης που έλαβε πραγματικά από την ΕΕ η Ουγγαρία, ξεκαθαρίζει: “Η Ένωση στηρίζει όλα τα κράτη-μέλη για την προστασία των συνόρων τους. Παράλληλα, η προστασία των εξωτερικών συνόρων της Ένωσης αποτελεί κοινό συμφέρον όλων των κρατών μελών της ΕΕ και είναι μία από τις προτεραιότητες της Ευρωπαϊκής Ατζέντας για τη Μετανάστευση από το 2015. Στο πλαίσιο των εθνικών προγραμμάτων, η Επιτροπή έχει δεσμεύσει για την Ουγγαρία περισσότερα από 110 εκατ. ευρώ για την περίοδο 2014-2020 για τη διαχείριση των εξωτερικών συνόρων, τα μέτρα ασφάλειας και τη διαχείριση της μετανάστευσης. Από αυτό το ποσό, περισσότερα από 52 εκατ. ευρώ προορίζονται για την διαχείριση των συνόρων. Ταυτόχρονα, είναι σημαντικό να διευκρινιστεί ότι, ενώ ο προϋπολογισμός της ΕΕ στηρίζει τις προσπάθειες των κρατών μελών για την προστασία των συνόρων τους, δεν αντικαθιστά τα ίδια τα κράτη-μέλη”. Σημειώνει, επίσης, ότι η Ουγγαρία έχει ζητήσει 54 εκατ. ευρώ βοήθεια για την προστασία των συνόρων “εκ των οποίων τα 20 εκατομμύρια είναι επιλέξιμα για χρηματοδότηση από την ΕΕ και η Επιτροπή ανακοίνωσε τον προηγούμενο μήνα ότι ενέκρινε το ποσό”. Και προσθέτει: “Μμεταξύ του 2014 και του 2015, η ουγγρική κυβέρνηση έλαβε τρεις φορές έκτακτες επιδοτήσεις συνολικού ύψους 6,26 εκατ. ευρώ. Δυστυχώς, μόνο το 33% περίπου του ποσού αυτού έχει απορροφηθεί από την Ουγγαρία. Επιτρέψτε μου επίσης να υπενθυμίσω ότι η Ευρωπαϊκή Συνοριοφυλακή και Ακτοφυλακή βοηθά επί του παρόντος στην επιτήρηση των συνόρων Ουγγαρίας- Σερβίας”.
Όσον αφορά τώρα το ζήτημα της μετανάστευσης: η Επιτροπή θεώρησε ότι η συμφωνία μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Τουρκίας αποτελεί ορόσημο,. Εξακολουθείτε να θεωρείτε αποτελεσματική τη συμφωνία;
Ο επίτροπος Μετανάστευσης, ερωτηθείς εάν εξακολουθεί να θεωρεί αποτελεσματική τη συμφωνία ΕΕ-Τουρκίας, “παρά το γεγονός ότι πολλές χώρες, όπως συνέβη για παράδειγμα στα ελληνικά νησιά, έχουν μετατραπεί σε πραγματικές φυλακές για τους αιτούντες άσυλο”, τονίζει ότι η Κοινή Δήλωση ΕΕ-Τουρκίας “απέφερε όχι μόνον άμεσα αλλά και απτά αποτελέσματα”, καθώς “ο αριθμός των αφίξεων μειώθηκε σημαντικά και η τάση αυτή συνεχίζεται μέχρι σήμερα” και προσθέτει: “Πριν από λίγες μέρες βρέθηκα στην Ελλάδα, όπου συζήτησα με όλους τους αρμόδιους υπουργούς, τρόπους για την καλύτερη αντιμετώπιση της κατάστασης. Οι ελληνικές αρχές έχουν λάβει ορισμένα μέτρα για την επίσπευση της διεκπεραίωσης των αιτήσεων ασύλου και τους ζήτησα να επιταχύνουν τον αναγκαστικό επαναπατρισμό και να βελτιώσουν τις συνθήκες διαβίωσης των ανθρώπων στα νησιά. Στηρίξαμε τις προσπάθειες της Ελλάδας ευθύς εξ αρχής, αλλά ούτε μπορούμε ούτε έχουμε ως καθήκον να υποκαταστήσουμε την ελληνική κυβέρνηση”.
Αναφορικά με τις επικρίσεις για τον μηχανισμό μετεγκατάστασης και επανεγκατάστασης των προσφύγων, αναφέρει ότι ήταν επιτυχημένος, επισημαίνοντας ότι “όλοι όσοι ήταν επιλέξιμοι -35 000 αιτούντες διεθνή προστασία- μετεγκαταστάθηκαν από την Ιταλία και την Ελλάδα”. Και επισημαίνοντας ότι τρία μόνο κράτη-μέλη δεν έλαβαν μέρος στην προσπάθεια αυτή τονίζει: “Με τον ένα ή με τον άλλον τρόπο όλα τα κράτη-μέλη πρέπει να επιδείξουν αλληλεγγύη προς τις χώρες που υφίστανται τη μεγαλύτερη επιβάρυνση. Η αλληλεγγύη αυτή μπορεί να εκφραστεί με διάφορους τρόπους, όπως η οικονομική στήριξη ή η αποστολή συνοριοφυλάκων”.
“Η εκστρατεία της ουγγρικής κυβέρνησης δεν λέει την αλήθεια όταν ισχυρίζεται ότι το σχέδιο της ΕΕ για την επανεγκατάσταση εισάγει υποχρεωτικές ποσοστώσεις. Η μετεγκατάσταση προσφύγων εντός της ΕΕ και η επανεγκατάσταση προσφύγων από τρίτες χώρες είναι δύο διαφορετικά πράγματα. Η επανεγκατάσταση ήταν πάντα, και παραμένει και τώρα, προαιρετική. Ο μηχανισμός επανεγκατάστασης της ΕΕ συντονίζει αυτές τις προσπάθειες ώστε να διασφαλίζεται ότι τα κράτη μέλη που αποφασίζουν να προβούν σε επανεγκαταστάσεις, τις πραγματοποιούν για περιοχές που αποτελούν κοινή προτεραιότητα, όπως για παράδειγμα η Λιβύη. Αλλά επαναλαμβάνω, αυτό είναι προαιρετικό και όχι υποχρεωτικό.”, προσθέτει ο κ. Αβραμόπουλος.
Ερωτηθείς, τέλος, αν θεωρεί ότι έχει όλους τους στόχους του ως Επίτροπος , απαντά:
{Τα τελευταία τέσσερα χρόνια, προώθησα δύο ζητήματα που ανησυχούν ιδιαίτερα τους Ευρωπαίους: τη μετανάστευση και την εσωτερική ασφάλεια. Για να είμαι ειλικρινής, δεν θα θεωρούσα ποτέ ότι, μόλις πέντε μήνες μετά την ανάληψη των καθηκόντων μου, τα ζητήματα αυτά θα αποτελούσαν τη μεγαλύτερη πρόκληση. Το ζήτημα της μετανάστευσης και της ασφάλειας κυριαρχεί μέχρι σήμερα στην παγκόσμια πολιτική ατζέντα, και αποτελεί ζήτημα το οποίο εκμεταλλεύονται επίσης οι λαϊκιστές, αν και αυτοί δεν αποβλέπουν σε μακροπρόθεσμες λύσεις αλλά επιδιώκουν να αποκομίσουν βραχυπρόθεσμα πολιτικά κέρδη. Τα τελευταία τεσσεράμισι χρόνια, σημειώσαμε σημαντική πρόοδο, όπως για παράδειγμα στους τομείς της από κοινού προστασίας των συνόρων και της καταπολέμησης της τρομοκρατίας. Πρόκειται για προκλήσεις τις οποίες καμία χώρα δεν μπορεί να αντιμετωπίσει μόνη της. Τα αποτελέσματα μιλούν από μόνα τους.
Το ίδιο ισχύει και για τη μετανάστευση: μόνο χάρη στην κοινή μας δράση, από κοινού και μέσω της συνεργασίας με τρίτες χώρες, κατορθώσαμε να μειώσουμε δραστικά τον αριθμό των αφίξεων στα προ της κρίσης επίπεδα. Η μεγαλύτερη πρόκληση τώρα βρίσκεται στο μέλλον, καθώς δεν γνωρίζουμε τι μας επιφυλάσσει. Είμαστε βέβαια καλύτερα προετοιμασμένοι, όμως χρειάζεται να αναλάβουμε επειγόντως περαιτέρω δράση, μεταξύ άλλων να ενισχύσουμε τη συνεργασία μας με τρίτες χώρες και να καταλήξουμε σε συμφωνία για ένα Κοινό Ευρωπαϊκό Σύστημα Ασύλου. Με άλλα λόγια: έχουμε σημειώσει μεγάλη πρόοδο, αλλά πρέπει να συνεχίσουμε. Χθες, η Συρία, μετά η Λιβύη και τώρα το Μαρόκο: δεν υπάρχει καμία εγγύηση ότι όλα αυτά δεν θα συμβούν ξανά στην Ευρώπη. Ζούμε σε εποχές αστάθειας και μπορεί εκείνα ακριβώς τα Κράτη Μέλη που δεν συμφωνούν μ’ εμάς τώρα να έχουν στο μέλλον ανάγκη την αλληλεγγύη της Ευρώπης.”