Στην ελληνική εξωτερική πολιτική αναφέρθηκε ο Νίκος Κοτζιάς, κατά τη διάρκεια ακαδημαϊκού συνεδρίου, το οποίο διοργανώθηκε από το Πανεπιστήμιο Πειραιά και το τμήμα Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών.
«Η εξωτερική πολιτική πρέπει να είναι ειλικρινής, τολμηρή και άφοβη, χωρίς τυχοδιωκτισμούς και υποχωρητικότητες, πρέπει να είναι έξυπνη και πατριωτική. Πατριωτικά έξυπνη και δημιουργική» τόνισε, μεταξύ άλλων, ο πρώην υπουργός.
Επεσήμανε δε, ότι «οφείλει να είναι ενεργητική, πολυδιάστατη και ρεαλιστική συνδυασμένη με τη διεκδίκηση εφαρμογής του διεθνές δικαίου, να αποβλέπει στη λύση και υπέρβαση των προβλημάτων σύμφωνα με τα εθνικά συμφέροντα και να διασφαλίζει ένα καλύτερο περιβάλλον για την ελληνική κοινωνία».
Και συνέχισε: «Το μπόι μας το μετράμε σε σχέση με τα προβλήματα. Και αυτά απαιτούν να ψηλώνουμε κάθε μέρα. Δεν μας ενδιαφέρει το εγώ, αλλά οι ιδέες μας, η πατρίδα».
Όσον αφορά τη θητεία του στο υπουργείο Εξωτερικών, ο κ. Κοτζιάς σημείωσε τα εξής: «Σήμερα κάποιοι θεωρούν ως αυτονόητη την αναβαθμισμένη θέση της χώρας στο διεθνές γίγνεσθαι. Ως κάτι που ήταν πάντα εδώ. Δεν είναι, όμως, έτσι. Βρήκα μια χώρα βαθιά στο βούρκο. Ανυπόληπτη. Κανείς δεν την άκουγε».
Ειδική μνεία έκανε στον υπουργό Εξωτερικών της Βόρειας Μακεδονίας, Νικόλα Ντιμιτρόφ, τον οποίο περιέγραψε ως «έναν σύγχρονο πολιτικό με αίσθηση του καθήκοντος».
«Κάναμε αυτά τα χρόνια χρήση όλων των εργαλείων που διαθέτει η εξωτερική πολιτική, προκειμένου να πετύχουμε τη συνεννόηση στην περιοχή μας» συμπλήρωσε και ευχαρίστησε τον Ντιμιτρόφ για το γεγονός ότι «βάλαμε τις χώρες μας σε τροχιά φιλίας και συνεργασίας».
«Στις Πρέσπες ήταν εθνικό μας συμφέρον να τερματιστεί η διαμάχη για το ονοματολογικό. Να επιστρέψουμε σε έναν διευθυντικό ρόλο στην περιοχή. Να αποτρέψουμε την κατάληψη χώρου από την Τουρκία και την ενίσχυση δικτύων ισλαμικού φανατισμού. Να κόψουμε τον αλυτρωτισμό και να αποδεχτεί η γείτονα να αλλάξει το όνομά της, διεθνώς και στο εσωτερικό της» συνέχισε.
Όσον αφορά την Τουρκία, ο πρώην υπουργός υπογράμμισε ότι «η τέχνη στη διπλωματία δεν είναι να σε παρασύρει ο άλλος στο γήπεδό του, στους δικούς του κανόνες και συμπεριφορές, αλλά πώς θα αναπτύξει κανείς τη δική του διπλωματική φυσιογνωμία και προσωπικότητα, τους δικούς του κανόνες και όρους, σε εναρμόνιση με εκείνους της ΕΕ, και να προσπαθήσει να βάλει την Τουρκία σε ένα παιχνίδι που εκείνος το γνωρίζει καλύτερα».
Σχετικά με το Κυπριακό, κατέδειξε το γεγονός ότι «καταφέραμε να ανατρέψουμε το ρου της ιστορίας, καθώς με τη διαπραγμάτευση του Κραν Μοντανά, μπορέσαμε να προβάλλουμε μια θετική ατζέντα με τρία κύρια στοιχεία που υιοθετήθηκαν και από τον ΟΗΕ:
Την αναγνώριση της Κανονικότητας της Κυπριακής Δημοκρατίας, ένα κράτος μέλος της Ε.Ε. και του ΟΗΕ που δεν μπορεί να διατηρεί χαρακτηριστικά ημι-αποικίας.
Να καταργηθεί το καθεστώς των εγγυήσεων που παρέχει τη δυνατότητα προφάσεων παρέμβασης και επέμβασης στην Κύπρο.
Να καταργηθεί η Συνθήκη της Συμμαχίας, η οποία μπορεί να αντικατασταθεί από μια Συμφωνία φιλίας και ασφάλειας».
Τόνισε δε, ότι μολονότι δεν φτάσαμε τελικά σε λύση, «ασφαλώς δεν ήμασταν εμείς η αιτία». «Σ’ αυτή τη μάχη συμπορευτήκαμε με τον Γιαννάκη Κασουλίδη», τον οποίο χαρακτήρισε ως «έναν Νέστωρα της εξωτερικής πολιτικής».