Στο πολιτικό κόστος το δικό του αλλά και της Κυβέρνησης του αναφέρθηκε ο Πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας αναφερόμενος στην συμφωνία των Πρεσπών κατά την διάρκεια συνέντευξης του στο ειδησεογραφικό πρακτορείο των Σκοπίων.
Συγκεκριμένα στην επιφυλακτικότητα των Ελλήνων απέναντι στη Συμφωνία των Πρεσπών, αλλά και το πολιτικό κόστος της σύναψης της συμφωνίας αναφέρεται ο πρωθυπουργός, Αλέξης Τσίπρας.
Μιλώντας στο κρατικό πρακτορείο MIA, ο κ. Τσίπρας υπεραμύνεται της Συμφωνίας των Πρεσπών, εμπνέοντας πολλούς που υποστήριζαν ότι ήταν δυνατό να επιλυθούν οι διαφορές των δύο χωρών με αμοιβαίο σεβασμό, διασφαλίζοντας τα συμφέροντα τους, χωρίς η μία πλευρά να ταπεινώσει την άλλη.
Σε κάθε περίπτωση, παραδέχθηκε ότι υπάρχει πολιτικό κόστος, αφού ένα μέρος των Ελλήνων ήταν και παραμένει επιφυλακτικό απέναντί της.
«Ευθύνη μας –δική μου και του Ζόραν είναι να δείξουμε στους λαούς μας ότι έχουν μόνο να κερδίσουν από το μονοπάτι που ανοίγεται», τόνισε, προσθέτοντας: «Είναι ευθύνη μας να απαντήσουμε στις δυνάμεις του εθνικισμού που έχουν ενισχυθεί στις μέρες μας και στόχος μας να μην επιστρέψουμε σε σκοτεινές εποχές».
Για Deals στην γείτονα χώρα
Ο κ. Τσίπρας χαρακτήρισε ιστορικής σημασίας την επίσκεψή του στα Σκόπια και για τις δύο χώρες. Ο ίδιος θα συνοδεύεται από 10 υπουργούς και θα υπογράψει σειρά συμφωνιών σε διάφορους τομείς.
Αθήνα και Σκόπια να είναι συνεργάτες σε πολλούς τομείς
Επιπλέον ανέφερε ότι Αθήνα και Σκόπια οφείλουν να είναι συνεργάτες και σύμμαχοι, στέλνοντας το μήνυμα ότι η Ελλάδα χρειάζεται έναν σταθερό και ασφαλή βόρειο γείτονα και τα Σκόπια χρειάζονται έναν ισχυρό γείτονα για να στηρίξει τα βήματά τους στην ευρωπαϊκή προοπτική τους.
Με γνώμονα τα ανθρωπιστικά δικαιώματα
Σε κάθε περίπτωση, ο κ. Τσίπρας ανέφερε ότι δεν φοβάται το πολιτικό κόστος, καθώς αν κάτι τέτοιο συνέβαινε, η κυβέρνηση «δεν θα ήταν σε θέση να βγάλει τη χώρα από την κρίση και τα οικονομικά προγράμματα, να βρει μια λύση στο ασφαλιστικό σύστημα, να αντιμετωπίσει την προσφυγική κρίση, να επιλύσει το ζήτημα της ονομασίας, ούτε να προωθήσει τον απαραίτητο διάλογο με την Τουρκία παρά τις μεγάλες δυσκολίες, ούτε επιπλέον να πραγματοποιήσει ριζοσπαστικές αλλαγές που ήταν απαραίτητες στο πεδίο των ανθρωπιστικών δικαιωμάτων».