Η Τερέζα Μέι θα βρεθεί σήμερα στο Βερολίνο και στο Παρίσι μία ημέρα πριν από την έκτακτη ευρωπαϊκή σύνοδο κορυφής, όπου θα ζητήσει από τους Ευρωπαίους ηγέτες αναβολή του Brexit για να αποφευχθεί μία αιφνίδια και βίαιη έξοδος του Ηνωμένου Βασιλείου από την Ευρωπαϊκή Ένωση.
Για τη ειρωνεία της υπόθεσης, η βρετανική κυβέρνηση αναγκάσθηκε να ανακοινώσει χθες το βράδυ ότι θα οργανώσει την ψηφοφορία των ευρωπαϊκών εκλογών στις 23 Μαΐου, τρία σχεδόν χρόνια μετά το δημοψήφισμα του 2016 που αποφάσισε την έξοδο της χώρας από την Ευρωπαϊκή Ένωση.
Αρχικά, η έξοδος είχε προγραμματισθεί για τις 29 Μαρτίου και στην συνέχεια το διαζύγιο παρατάθηκε μέχρι τις 12 Απριλίου. Αλλά αφού δεν κατόρθωσε να εξασφαλίσει την έγκριση της συμφωνίας εξόδου που διαπραγματεύθηκε και συμφώνησε με την Ευρωπαϊκή Ένωση, η Τερέζα Μέι αναγκάζεται να ζητήσει δεύτερη αναβολή του Brexit, μέχρι τις 30 Ιουνίου.
Το αίτημά της, που θα εξετασθεί αύριο κατά την διάρκεια της έκτακτης ευρωπαϊκής συνόδου κορυφής, θα πρέπει να γίνει δεκτό ομοφώνως από τους 27 ηγέτες των χωρών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Για τον λόγο αυτόν, η βρετανίδα πρωθυπουργός, αναζητώντας στηρίγματα, θα συναντηθεί σήμερα με την καγκελάριο της Γερμανίας Άγκελα Μέρκελ στο Βερολίνο και στην συνέχεια με τον πρόεδρο της Γαλλίας Εμανουέλ Μακρόν στο Παρίσι.
Αν, για τον εκπρόσωπο της Μέρκελ Στέφεν Ζάιμπερτ, “υπάρχουν ικανοί λόγοι για συνομιλίες την ώρα που το Ηνωμένο Βασίλειο και η ΕΕ των 27 αντιμετωπίζουν μία δύσκολη, φλέγουσα κατάσταση”, η γαλλική προεδρία έκρινε “λίγο πρόωρο” το αίτημα αναβολής, εξηγώντας ότι περιμένεις ένα “αξιόπιστο σχέδιο” του Λονδίνου που να το δικαιολογεί.
“Flextension”
Οι Ευρωπαίοι ηγέτες έχουν ήδη αρνηθεί να δώσουν στο Λονδίνο διορία μέχρι τις 30 Ιουνίου εξαιτίας της διεξαγωγής των ευρωπαϊκών εκλογών από τις 23 έως τις 26 Μαΐου. Αν και το Ηνωμένο Βασίλειο ετοιμάζεται πλέον για την ψηφοφορία των ευρωεκλογών, ελπίζει πάντα ότι θα έχει επιτύχει συμφωνία μέχρι τις 22 Μαΐου ώστε να υπάρχει ανάγκη να συμμετάσχει στις εκλογές, οι οποίες “στην περίπτωση αυτήν θα ακυρωθούν”, διαβεβαίωσε εκπρόσωπος της βρετανικής κυβέρνησης.
Από τη πλευρά του, ο πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Ντόναλντ Τουσκ ετοιμάζεται, σύμφωνα με υψηλόβαθμο Ευρωπαίο αξιωματούχο, να προτείνει μία “ευέλικτη” αναβολή το πολύ ενός έτους. Στόχος: να δοθεί χρόνος στο Ηνωμένο Βασίλειο για να ξεπεράσει την πολιτική κρίση που έχει παραλύσει την χώρα. Αυτή η παράταση μπορεί να είναι βραχύτερη σε περίπτωση που οι Βρετανοί βουλευτές δώσουν την έγκρισή τους στην συμφωνία διαζυγίου.
Αλλά, αυτή η “ευέλικτη” αναβολή δεν συνοδεύεται μέχρι στιγμής από όρους, ενώ οι 27, φοβούμενοι παράπλευρες συνέπειες, επαναλαμβάνουν ότι θα ζητήσουν αυστηρές δεσμεύσεις από τη Τερέζα Μέι για να αποδεχθούν μία μακρά παράταση.
Πάντως, η απειλή μίας εξόδου χωρίς συμφωνία μοιάζει να υπερισχύει αυτών των φόβων. “Κανείς δεν αντιτίθεται πραγματικά στην “Flextension” του Ντόναλντ Τουσκ, διαβεβαίωσε διπλωμάτης που συμμετείχε σε σύσκεψη των εκπροσώπων των 27 την Παρασκευή στις Βρυξέλλες.
“Είμαστε ανοικτοί στην παράταση της αναβολής”, δήλωσε χθες ο Ιρλανδός πρωθυπουργός Λίο Βαράντκαρ, καθώς η Ιρλανδία θα είναι η χώρα που θα πληγεί σκληρότερα αν το Ηνωμένο Βασίλειο πέσει στα βράχια.
Αν και απέρριψε τρεις φορές την συμφωνία της Μέι, το βρετανικό κοινοβούλιο ψήφισε επίσης κατά της εξόδου χωρίς συμφωνία. Για την αποτροπή του σεναρίου αυτού, η Βουλή των Λόρδων επικύρωσε χθες το βράδυ νομοσχέδιο της Βουλής των Κοινοτήτων που υποχρεώνει την επικεφαλής της βρετανικής κυβέρνησης να αναβάλει το Brexit, εάν οι βουλευτές δεν κατορθώσουν να ξεπεράσουν τις διαφωνίες τους και να συμφωνήσουν επί των όρων του διαζυγίου.
Απέναντι σε ένα κατακερματισμένο κοινοβούλιο, η Μέι υποσχέθηκε ότι θα παραιτηθεί εάν εγκριθεί η συμφωνία της, ελπίζοντας ότι θα ικανοποιήσει έτσι τους βουλευτές των Τόρις που θέλουν την απομάκρυνσή της. Χωρίς αποτέλεσμα. Εδώ και μερικές ημέρες, αναζητεί λύση από κοινού με το Εργατικό Κόμμα.
Όμως, οι συνομιλίες ανάμεσα στην κυβέρνηση και την αντιπολίτευση ξεκίνησαν στραβά. “Το πρόβλημα είναι ότι η κυβέρνηση δεν έχει μετακινήσει τις αρχικές κόκκινες γραμμές της”, δήλωσε ο Τζέρεμι Κόρμπιν , επικεφαλής του Εργατικού Κόμματος.