«Αυτή η κυβέρνηση είναι ικανή να δώσει κι άλλα μέχρι την Κυριακή, προκειμένου να προσπαθήσει να πείσει τους πολίτες να την ψηφίσουν. Δεν θα εκπλαγώ αν δω μέχρι την Παρασκευή και τις συντάξεις του Ιουλίου να δίνονται», δήλωσε η τομεάρχης Παιδείας, Έρευνας και Θρησκευμάτων της Νέας Δημοκρατίας, βουλευτής Επικρατείας (υποψήφια στη Β’ Αθηνών, βόρειου τομέα στις επόμενες εκλογές) Νίκη Κεραμέως, στον ραδιοφωνικό σταθμό του ΑΠΕ-ΜΠΕ «Πρακτορείο 104,9 FM», χαρακτηρίζοντας προεκλογικά επιδόματα τα τελευταία μέτρα που ψήφισε η κυβέρνηση.
«Έχουμε μια τεράστια συζήτηση για τη 13η σύνταξη και ο συνταξιούχος το κατάλαβε με πολύ σκληρό τρόπο ότι δεν πρόκειται παρά για ένα προεκλογικό επίδομα […] Ο κ. Τσίπρας θέλει να εξαρτώνται οι πολίτες από αυτόν, αυτό θέλει. Έρχεται μέρες πριν από την κάλπη και απεγνωσμένα δίνει επιδόματα για να εξαγοράσει την ψήφο των πολιτών. Εισέπραξε μια πολύ μεγάλη αποδοκιμασία από τους συνταξιούχους που πήγαν στα ATMs, περίμεναν να δουν την 13η σύνταξη και είδαν 200 ευρώ. Βεβαίως και τα 200 ευρώ και κάθε βοήθεια είναι πολύτιμη, αλλά δεν μπορεί κατ’ αυτόν τον τρόπο να επιχειρεί να εξαγοράζει τους πολίτες. Έχουν αξιοπρέπεια», επισήμανε η κ. Κεραμέως.
Σε ό,τι αφορά το διακύβευμα των ευρωεκλογών επισήμανε ότι «πρέπει η συμμετοχή να είναι πάρα πολύ υψηλή, πέρα και πάνω από τα κόμματα, καθώς η συμμετοχή είναι δημοκρατία, πρέπει ο κόσμος να πάει να ψηφίσει». Σε εσωτερικό επίπεδο τόνισε πως «μετά από 4,5 χρόνια ΣΥΡΙΖΑ στην εξουσία είναι η πρώτη ευκαιρία που έχουν οι πολίτες, αφενός για να αποδοκιμάσουν την πολιτική αυτή που έχει επιφέρει τεράστια ζημιά στην οικονομία, τη δημόσια ασφάλεια, στη δημόσια υγεία, στην παιδεία, στα εθνικά θέματα, αλλά και να επιδοκιμάσουν την πολιτική που προτείνει η Νέα Δημοκρατία, μια πολιτική για νέες θέσεις εργασίας, χαμηλότερους φόρους, μια πολιτική για να μεγαλώσει η πίτα για όλους, για πραγματική ασφάλεια στους δρόμους, για μια ουσιαστική παιδεία με σχολεία πιο ελεύθερα και πιο αυτόνομα για όλους, για μια ουσιαστική δημόσια υγεία», άρα «είναι μία ψήφος αποδοκιμασίας της πολιτικής του ΣΥΡΙΖΑ και επιδοκιμασίας της πρότασης της ΝΔ».
Κληθείσα να σχολιάσει την αξιολόγηση της απόδοσης του προγραμμάτων του ΔΝΤ από το Εκτελεστικό του Συμβούλιο και την αναφορά σε εσφαλμένο τρόπο προσέγγισης στο αρχικό στάδιο του προβλήματος της βιωσιμότητας του ελληνικού χρέους, η τομεάρχης της ΝΔ παρατήρησε: «Λάθη έχουν γίνει πολλά σε όλη αυτή τη διαδικασία προσαρμογής της χώρας μας στην οικονομική κρίση. Έχουν γίνει πολλά λάθη, το θέμα όμως πώς θα δούμε μπροστά, πώς θα βγούμε από το τέλμα […] Ο Κυριάκος Μητσοτάκης, εφόσον εκλεγεί πρωθυπουργός, την επομένη της εκλογής θα ξεκινήσει μία συστηματική και σε βάθος προσπάθεια για να ξαναχτίσει την αξιοπιστία της χώρας, με βασικές μεταρρυθμίσεις που χρειάζεται η χώρα με ουσιαστικές φοροελαφρύνσεις για να δώσει ώθηση στην ιδιωτική οικονομία και να πάρει πάλι μπρος η ανάπτυξη. Θα τα κάνει αυτά και σε ένα βάθος χρόνου, εφόσον θα έχει ξαναχτίσει την αξιοπιστία της χώρας θα πάει στους δανειστές και θα διαπραγματευτεί καλή τη πίστει, προκειμένου να μειωθούν τα πρωτογενή πλεονάσματα που είναι τροχοπέδη στην ανάπτυξη».
Σχετικά, εξάλλου, με τη συμπερίληψή της σε άρθρο των Financial Times στις έξι γυναίκες που ανοικοδομούν το μέλλον της Ελλάδας, ώστε να ανακτήσει τη θέση της διεθνώς και την άποψή της που φιλοξενείται και αναφέρει ότι η «ανώτατη εκπαίδευση στην Ελλάδα παραμένει εσωστρεφής, συγκρινόμενη με την υπόλοιπη Ευρώπη, και υπερβολικά συγκεντρωτική», η κ. Κεραμέως εξήγησε: «Έχουμε ένα από τα πιο υπερσυγκεντρωτικά συστήματα παιδείας στην Ευρώπη, έχουμε εξουσίες, οι οποίες ανήκουν αυτή τη στιγμή στον υπουργό παιδείας και δεν θα έπρεπε να ανήκουν. Θεωρούμε αδιανόητο ότι ο υπουργός Παιδείας να πρέπει να εγκρίνει το κάθε προπτυχιακό και το κάθε μεταπτυχιακό πρόγραμμα του κάθε πανεπιστημίου της χώρας. Πού αλλού γίνεται αυτό; Θα καταβάλουμε σοβαρή προσπάθεια να γίνει αποκέντρωση, να μεταβιβαστούν αρμοδιότητες από το υπουργείο και τον υπουργό Παιδείας στις φυσικές δομές, τα σχολεία και τα πανεπιστήμια. Θέλουμε να δείξουμε μεγαλύτερη εμπιστοσύνη στους εκπαιδευτικούς, θέλουμε να γίνει πράξη ουσιαστικά το αυτοδιοίκητο των Πανεπιστημίων».