Διασύνδεση του αποτελέσµατος της ευρωκάλπης µε τις εθνικές εκλογές
Οι κάλπες που στήνονται στην Ευρώπη επιφυλάσσουν σηµαντικά µηνύµατα για την πορεία του ευρωπαϊκού οικοδοµήµατος.
Ειδικά, όµως, στην Ελλάδα η αναµέτρηση έχει παράλληλο διακύβευµα τη διακυβέρνηση της χώρας. Ο λόγος είναι η ευθεία διασύνδεση του αποτελέσµατος της ευρωκάλπης µε τις εθνικές εκλογές, γεγονός που προδικάζει µια µετεκλογική περίοδο υψηλών πολιτικών θερµοκρασιών. Υπό αυτή την έννοια, η επικείµενη αναµέτρηση είναι δεµένη µε την προοπτική των εθνικών εκλογών – κάτι που δεν αρνούνται ούτε ο ΣΥΡΙΖΑ, ούτε η Νέα ∆ηµοκρατία, ούτε καµία άλλη πολιτική δύναµη. Ανοιχτό παραµένει το ενδεχόµενο η κάλπη να δικαιώσει περισσότερες από µία εκτιµήσεις.
Σύμφωνα με δημοσίευμα του Έθνους, ισχυρή είναι η πιθανότητα, ακόµη και αν υπάρξει προβάδισµα της Νέας ∆ηµοκρατίας, το εύρος του να κυµαίνεται σε διαχειρίσιµα επίπεδα από την πλευρά του ΣΥΡΙΖΑ και της κυβέρνησης.
Σε αυτή την περίπτωση, τα δύο µεγαλύτερα κόµµατα «θα σηκώσουν τα µανίκια» και θα οδηγηθούµε σε ένα θερµό πολιτικά καλοκαίρι. ∆ιαφορετικά, φυσικά, θα είναι τα πράγµατα αν το αποτέλεσµα της κάλπης επιβεβαιώσει τις εκτιµήσεις που θέλουν τη Ν∆ να έχει διασφαλίσει ευρύ προβάδισµα.
Αν και τέτοιο ενδεχόµενο δεν συµβαδίζει µε την εικόνα που καταγράφουν οι δηµοσκοπήσεις τελευταίας γενιάς, η πιθανότητα να επαληθευθεί θα δώσει τη δυνατότητα στην αξιωµατική αντιπολίτευση να υποστηρίξει ότι η κυβέρνηση έχει απονοµιµοποιηθεί πολιτικά και κοινωνικά, και να επαναφέρει στην πρώτη γραµµή το αίτηµα διεξαγωγής πρόωρων εκλογών. Η εικόνα αυτή θα αντιστραφεί εάν το µεγάλο ποσοστό πρώην ψηφοφόρων του ΣΥΡΙΖΑ που παραµένουν αναποφάσιστοι µετακινηθούν προς την πλευρά της κυβέρνησης, µηδενίζοντας τις διαφορές.
Μια εκλογική απόσταση στο όριο του στατιστικού λάθους ή ένα µικρό προβάδισµα του ΣΥΡΙΖΑ θα προκαλέσει ηλεκτροσόκ. Σε καµία περίπτωση η τακτική της αξιωµατικής αντιπολίτευσης δεν θα µπορέσει να θεωρηθεί επιτυχηµένη, ενώ θα καταρρεύσει το σκηνικό υψηλών προσδοκιών που έχει µε συστηµατικό τρόπο καλλιεργηθεί την τελευταία διετία. Το εύρος των αναταράξεων µιας τέτοιας εξέλιξης είναι αδύνατο να προβλεφθεί. Θα εξαρτηθεί, άλλωστε, σε σηµαντικό βαθµό από τις εσωτερικές διαδικασίες στη Νέα ∆ηµοκρατία, αλλά και από τον τρόπο µε τον οποίο θα επιλέξει η ηγεσία της να χειριστεί ένα τέτοιο ενδεχόµενο.
Πέρα από τον διπολισμό
Η αυριανή αναµέτρηση δεν είναι υπόθεση δύο «κόσµων». Αποτελεί στοίχηµα ζωτικής σηµασίας και για το Κίνηµα Αλλαγής, που προσδοκά να αποτελέσει παράγοντα καθορισµού νέων ισορροπιών. Για να επιβεβαιωθούν αυτές οι προσδοκίες, το ΚΙΝΑΛ θα πρέπει να διασφαλίσει ποσοστό που θα του δίνει δυνατότητες ουσιαστικής πολιτικής διαπραγµάτευσης.
Μάλιστα, στελέχη του κόµµατος σηµειώνουν την ανάγκη αυτό να µεταφράζεται σε διψήφιο αριθµό. Το δεύτερο κόµµα του µεσαίου χώρου, το Ποτάµι, φιλοδοξεί, όπως αναφέρει ο Σταύρος Θεοδωράκης, να αποτελέσει την «έκπληξη», όµως, όπως γίνεται φανερό, η επίδοσή του συνδέεται µε ζητήµατα υπαρξιακού χαρακτήρα. To KKE έχει καταστήσει σαφές ότι προσδοκά ενίσχυση του ποσοστού του στις ευρωεκλογές, διεκδικώντας τον ρόλο της µοναδικής πολιτικής δύναµης που εκφράζει τη λαϊκή διαµαρτυρία. Ο Περισσός επιδιώκει να εκτοπίσει τη Χρυσή Αυγή από την τρίτη θέση της κατάταξης και αισιοδοξεί ότι θα καταφέρει να εκφράσει τη λαϊκή δυσαρέσκεια απέναντι στις δυνάµεις του διπολισµού και στο ΚΙΝΑΛ.
Σύγκρουση τακτικών
Η τακτική του ΣΥΡΙΖΑ «ξεδιπλώθηκε» το τελευταίο τρίµηνο. Οταν, δηλαδή, ολοκληρώθηκαν βασικά ζητούµενα στην εξωτερική και εσωτερική πολιτική, και κυρίως την οικονοµία. ∆ηλαδή µετά την ολοκλήρωση της ψήφισης της Συµφωνίας των Πρεσπών, της συνταγµατικής αναθεώρησης και την επίτευξη των δηµοσιονοµικών στόχων για το 2018.
Επικεντρώνεται στην εµπέδωση του αφηγήµατος της εξόδου από τα µνηµόνια, µετά και τη λήξη του προγράµµατος προσαρµογής τον περασµένο Αύγουστο. Ο ΣΥΡΙΖΑ επιχειρεί να αποδείξει ότι η οικονοµία κινείται σε τροχιά ανάπτυξης. Το «πακέτο» θετικών µέτρων που εξαγγέλθηκε από τον πρωθυπουργό και το οικονοµικό επιτελείο αξιοποιείται για να τεκµηριώσει αυτήν ακριβώς τη γραµµή. Κεντρικό χαρακτήρα στο κυβερνών κόµµα έχουν η ανάγκη επούλωσης των πληγών της κρίσης και η υποστήριξη των στρωµάτων που κατέβαλαν το µεγαλύτερο τίµηµα.
Η κοινωνική αυτή οπτική εκφράζεται και σε πολιτικό επίπεδο µε τις πρωτοβουλίες για τη δηµιουργία του «προοδευτικού πόλου», τη συσπείρωση δηλαδή των δυνάµεων που αντιτίθενται στις νεοφιλελεύθερες συνταγές και θεωρούν αναγκαία τη συγκρότηση ενός µετώπου κατά της ακροδεξιάς.
Ποντάρει στη φθορά
Από την πλευρά της, η Νέα ∆ηµοκρατία ποντάρει στην «κυβερνητική φθορά», επενδύοντας στην πολιτική αλλαγή. Σε αντίθεση µε τον ΣΥΡΙΖΑ, δεν επιλέγει το πεδίο της οικονοµίας για µάχη, αν και συστηµατικά προβάλλει την ανάγκη για µείωση των φόρων και τη δηµιουργία ενός νέου επενδυτικού περιβάλλοντος. Εστιάζει δε στην ασφάλεια και τη διακυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ. Η πολύνεκρη τραγωδία στο Μάτι και η κατάσταση στην πλατεία Εξαρχείων αποτελούν κοµβικά σηµεία στη ρητορεία της αξιωµατικής αντιπολίτευσης.
Παράλληλα, κεντρικό ρόλο διατηρεί η εναντίωσή της στη Συµφωνία των Πρεσπών. Στην πολιτική πρακτική της Ν∆ κυριαρχεί η στοχοποίηση συγκεκριµένων προσώπων, όπως ο αναπληρωτής υπουργός Υγείας, Παύλος Πολάκης, η στάση του οποίου εκτιµάται ότι αποκόβει την κυβέρνηση από κεντρώα κοινά.