Η ενίσχυση της στρατηγικής συνεργασίας με την Ελλάδα και την Κυπριακή Δημοκρατία είναι «προς το συμφέρον» των ΗΠΑ υποστήριξε η υπεύθυνη αξιωματούχος του Στέιτ Ντιπάρτμεντ για την Ελλάδα, την Κύπρο και την Τουρκία, Γιούρι Κιμ.
Μιλώντας ως καλεσμένη στο 35o συνέδριο της Παγκόσμιας Συντονιστικής Επιτροπής Κυπριακού Αγώνα (ΠΣΕΚΑ) στην Ουάσινγκτον, η Αμερικανίδα αξιωματούχος σκιαγράφησε τον εναρκτήριο Στρατηγικό Διάλογο με την Ελλάδα, αλλά και την υπογραφή της Δήλωσης Προθέσεων με την Κύπρο, ως τη βάση που καθορίζει το πλαίσιο για την ουσιαστική αναβάθμιση της συνεργασίας των ΗΠΑ με τις δύο χώρες. Όπως μάλιστα σημείωσε, οι τρεις πλευρές πρέπει πλέον να εργαστούν για την υλοποίηση όλων αυτών των «πρακτικών πτυχών» της συνεργασίας που έχουν συμφωνήσει.
Σε αυτό το πλαίσιο, ο Αμερικανός βοηθός υφυπουργός Εξωτερικών Μάθιου Πάλμερ πραγματοποιεί επίσκεψη στη Λευκωσία. Σχολιάζοντας το νομοσχέδιο «EastMed Act» η κ. Κιμ αναγνώρισε ότι η άρση του περιορισμού της πώλησης αμερικανικών όπλων στην Κύπρο είναι ένα θέμα που έχει αποκτήσει συμβολική σημασία και ως εκ τούτου εμπεριέχει μια συναισθηματική φόρτιση. Ωστόσο, επισήμανε πως είναι σημαντικό να γίνουν τα επόμενα «πρακτικά βήματα» για τη συνεργασία, τα οποία έχουν καθοριστεί ύστερα από μια συνολική επανεξέταση της περιοχής Νοτιοανατολικής Μεσογείου από την αμερικανική διπλωματία.
«Κάνουμε ό,τι μπορούμε για να μη συγκρουστούν Ελλάδα-Τουρκία»
Το Στέιτ Ντιπάρτμεντ επέδειξε γρήγορα αντανακλαστικά υποστήριξε η Γιούρι Κιμ, υπενθυμίζοντας την ανακοίνωση που καλεί την Τουρκία να ακυρώσει την απόφαση της για την πραγματοποίηση γεωτρήσεων εντός της Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης (ΑΟΖ) της Κυπριακής Δημοκρατίας.
«Το υπουργείο Εξωτερικών έκανε σχεδόν αμέσως μια δήλωση σχετικά με αυτό το ζήτημα. Νομίζω ότι ήταν αρκετά ισχυρή, ώστε να ικανοποιήσει τους φίλους μας στην Αθήνα και τη Λευκωσία και αρκετά ισχυρή, ώστε εκείνοι που έπρεπε να την ακούσουν στην Άγκυρα να τη λάβουν υπόψη τους», παρατήρησε η κ. Κιμ.
Αναλύοντας την οπτική των ΗΠΑ, η αξιωματούχος του Στέιτ Ντιπάρτμεντ εξήγησε ότι η Ουάσινγκτον βλέπει ότι έχει δύο βασικούς νατοϊκούς συμμάχους στην Ανατολική Μεσόγειο και για αυτόν ακριβώς τον λόγο καταβάλλει κάθε δυνατή προσπάθεια για την αποκλιμάκωση της έντασης.
«Ευελπιστούμε θερμά και κάνουμε ό,τι μπορούμε για να εξασφαλίσουμε ότι οι νατοϊκοί μας σύμμαχοι δεν θα έρθουν σε σύγκρουση. Αυτό δεν ωφελεί κανέναν… Είναι αναγκαίο να χρησιμοποιήσουμε ιδιαίτερα μέτρα για να αποφύγουμε μια τέτοιου είδους σύγκρουση».
Υπό αυτό το πρίσμα, η κ. Κιμ υποστήριξε ότι η Ουάσινγκτον προσπαθήσει να διαδραματίσει έναν εποικοδομητικό διαμεσολαβητικό ρόλο που ενθαρρύνει την επικοινωνία αλλά και την προσπάθεια για την οικοδόμηση μέτρων εμπιστοσύνης μεταξύ των δύο χωρών.
«Γι’ αυτό και έχουμε υποστηρίξει τόσο πολύ τα βήματα που έχουν κάνει οι ελληνικές κυβερνήσεις, κάποιες σε μεγαλύτερο βαθμό από άλλες, για προσέγγιση με την Άγκυρα. Το ίδιο έχουμε κάνει και από την άλλη πλευρά, έχουμε πιέσει τους Τούρκους να προσεγγίσουν τους Έλληνες με ουσιαστικό και ειλικρινή τρόπο. Αυτή την εβδομάδα, έρχεται στην Ουάσιγκτον ο Έλληνας υπουργός Άμυνας κ. Αποστολάκης, ο οποίος έχει παίξει κεντρικό ρόλο σε αυτές τις προσπάθειες και ελπίζουμε να συνεχίσει έτσι. Γνωρίζω ότι υπάρχει έδαφος για πολύ σκεπτικισμό και κυνισμό όσον αφορά τα μέτρα οικοδόμησης εμπιστοσύνης. Ποιος θα μπορούσε άλλωστε να κατηγορήσει αυτούς που είναι σκεπτικοί; Θεωρώ όμως ότι πρέπει να συνεχίσουμε να προσπαθούμε. Οι ΗΠΑ θα συνεχίσουν να πιέζουν και τις δύο πλευρές. Έχουμε τη δυνατότητα και θα προσπαθήσουμε να μην έρθουν οι δύο μας σύμμαχοι σε μια μεγάλη σύγκρουση».
Σε ερώτηση για το αν ανησυχεί για την πιθανότητα ενός θερμού επεισοδίου με την Τουρκία, η κ. Κιμ απάντησε ότι ως διπλωμάτης έχει την υποχρέωση να είναι προετοιμασμένη ακόμα και για το χειρότερο σενάριο. Έσπευσε, όμως, να διευκρινίσει πως δεν θεωρεί ένα τέτοιο ενδεχόμενο πιθανό.
Νέο Μήνυμα για τους S-400
Χαρακτηρίζοντας «προβληματική» την απόφαση της Άγκυρας να προχωρήσει στην απόκτηση του ρωσικού συστήματος S-400, η αξιωματούχος του Στέιτ Ντιπάρτμεντ εκτίμησε ότι η Τουρκία ελπίζει ότι θα μπορέσει να αποφύγει τις οικονομικές κυρώσεις μέσω μιας πολιτικής απόφασης του Πρόεδρου Τραμπ.
\
«Έχουμε έναν νόμο (CAATSA). Αυτό δεν είναι κάτι που είναι εθελοντικό και προσπαθήσαμε να το εξηγήσουμε πολλές φορές στην τουρκική πλευρά. Τώρα μπορεί να ποντάρουν στο ότι θα υπαχθούν σε μια εξαίρεση λόγω της καλής σχέσης που έχουν οι δύο Πρόεδροι. Δεν είμαι τόσο σίγουρη ότι θα έβαζα αυτό το στοίχημα αν ήμουν στην θέση τους», τόνισε χαρακτηριστικά.