H παραγωγική ανασυγκρότηση της χώρας και η περαιτέρω ανάπτυξη τομέων και κλάδων όπου η χώρα παρουσιάζει συγκριτικά πλεονεκτήματα αποτελούν στόχο της κυβέρνησης – και σε αυτόν τον στόχο, ο τουρισμός διαδραματίζει καταλυτικό ρόλο. Αυτό ανέφερε απόψε από το βήμα της ανοικτής συνεδρίασης της 27ης τακτικής γενικής συνέλευσης του ΣΕΤΕ, ο υπουργός Τουρισμού, Θανάσης Θεοχαρόπουλος.
«Η χώρα έχει αναγνωριστεί ως πρότυπο τουριστικής ανάπτυξης και παράδειγμα καλών πρακτικών. Ήδη έχουμε φτάσει ψηλά, σε συνθήκες εξαιρετικά ανταγωνιστικές. Κι αυτό αποδεικνύεται από την επιμήκυνση της τουριστικής περιόδου. Από την αύξηση του εισερχόμενου τουρισμού πάνω από 35%. Από την ενίσχυση των παγκόσμιων μεριδίων μας. Από τα τουριστικά έσοδα που αγγίζουν υψηλά επίπεδα. Από το ότι η χώρα μας παραμένει ένας πυλώνας σταθερότητας και ασφάλειας σε μια εύθραυστη περιοχή όπως αυτή των Βαλκανίων και της Ανατολικής Μεσογείου» ανέφερε ο κ. Θεοχαρόπουλος και συνέχισε:
«Θέτουμε τον πήχη ακόμη πιο ψηλά. Δεν εφησυχάζουμε. Διεκδικούμε έναν τουρισμό περισσότερο ανταγωνιστικό, περισσότερο εξωστρεφή, έναν τουρισμό πρωτοπόρο. Παλεύουμε για λύσεις σε διαχρονικές παθογένειες. Τα μέτρα που πρόσφατα ψηφίστηκαν στη Βουλή θα ωθήσουν περαιτέρω την τουριστική ανάπτυξη. Η μείωση του συντελεστή ΦΠΑ στην εστίαση από 24% σε 13% άμεσα (και σε 11% από 1/1/20), η μείωση του ΦΠΑ στην ενέργεια από 13% σε 6%, αλλά και η μείωση του ΦΠΑ στη διαμονή από 13% σε 11% από 1/1/20 θα δώσουν μια νέα ώθηση στον τουριστικό τομέα. Και όλα τα άλλα θετικά μέτρα που έχουν ήδη ψηφισθεί αλλά και ανακοινώνονται όπως αυτά για τη μεσαία τάξη, θα βελτιώσουν την αγοραστική δύναμη, συνεπώς και την τουριστική ανάπτυξη».
Ο κ. Θεοχαρόπουλος επεσήμανε από το βήμα της συνέλευσης του ΣΕΤΕ, ότι «οι πολίτες το επόμενο διάστημα θα αποφασίσουν μεταξύ ενός προοδευτικού και ενός συντηρητικού σχεδίου για την χώρα. Εμείς επιδιώκουμε την επανεκκίνηση της ελληνικής οικονομίας με όρους βιώσιμης ανάπτυξης και σε αυτό η τουριστική ανάπτυξη μπορεί να συμβάλει ουσιαστικά».
Ο υπουργός Τουρισμού επεσήμανε την αναγκαιότητα να αυξηθεί η ανταγωνιστικότητα της χώρας ανάμεσα στα κράτη-μέλη της ΕΕ και να ενισχυθούν οι επενδύσεις. Σε αυτό, όπως είπε, μπορεί ο κλάδος του τουρισμού να συμβάλει καθοριστικά.
Ωστόσο, υποστήριξε ότι η αύξηση της ανταγωνιστικότητας δεν μπορεί να αντίκειται στην προάσπιση των εργασιακών δικαιωμάτων. «Στις νεοφιλελεύθερες εμμονές που θέλουν την ελαστικοποίηση της εργασίας, απαντάμε με τη διεκδίκηση περισσότερων και καλύτερων θέσεων εργασίας, που θα διασφαλίζουν και την αποδοτικότητα της εργασίας. Για εμάς είναι βασικό θέμα η αύξηση των θέσεων εργασίας. Να υπάρξουν νέες βιώσιμες θέσεις εργασίας σε όλους τους τομείς που συνδέονται με την τουριστική δραστηριότητα και τον τομέα της φιλοξενίας (για άμεσα και έμμεσα απασχολούμενους) και που καλύπτουν πληθώρα ειδικοτήτων».
Επίσης αναφέρθηκε στην αντιμετώπιση των περιβαλλοντικών προκλήσεων που αποτελεί επίσης προτεραιότητα για το υπουργείο. «Επιδιώκουμε την αειφόρο ανάπτυξη, μια ανάπτυξη που θα σέβεται το περιβάλλον και θα συνάδει με τους ευρωπαϊκούς κανονισμούς και τις διεθνείς βέλτιστες πρακτικές. Η ενίσχυση της υγιούς επιχειρηματικότητας με κανόνες, και της προσέλκυσης επενδύσεων, είναι απαραίτητες προϋποθέσεις για την ανάπτυξη του τουρισμού. Αυτό όμως οφείλει να γίνει με προσανατολισμό προς την αειφόρο ανάπτυξη» τόνισε ο υπουργός.
Κλείνοντας την ομιλία του, ο κ. Θεοχαρόπουλος επεσήμανε ότι ο τουρισμός «είναι εθνική υπόθεση, είναι υπόθεση όλων μας. Προϋποθέτει συνεργασία και συνέργειες, καθώς και συντονισμό μεταξύ κράτους, φορέων και ιδιωτικού τομέα. Η προσπάθεια διαχείρισης της πολύ-επίπεδης φύσης του τουρισμού, είναι εκ των πραγμάτων συλλογική, πέρα από πολιτικούς προσδιορισμούς και μικροκομματικές σκοπιμότητες. Το όραμα είναι κοινό και αφορά στην προώθηση της ανάπτυξης του τουρισμού και στην κοινή αντιμετώπιση των προκλήσεων. Σας χρειαζόμαστε δίπλα μας, με προτάσεις και με δημιουργική συνεργασία, για να στηρίξουμε την εθνική προσπάθεια για την ανάπτυξη του τουρισμού, όχημα για τη στήριξη της οικονομίας και την ενδυνάμωση της κοινωνικής συνοχής στην χώρα».