ΜΕ ΗΘΙΚΗ ΚΑΙ ΔΙΑΦΑΝΕΙΑ
Ο πρώην Πρωθυπουργός κ. Κώστας Σημίτης, στο άρθρο του στην «Καθημερινή της Κυριακής», στις 9 Ιουνίου 2019, γράφει για «ένα σημαντικό θέμα της εξωτερικής πολιτικής μας, τις σχέσεις με την Τουρκία…».
Άρθρο του Μαν. Α. Μπεντενιώτης στην Έντυπη Έκδοση της DEAL
Αναφέρεται στην «αιγιαλίτιδα ζώνη- ΑΟΖ-υφαλοκρηπίδα» για να συμπεράνει ότι «ο κίνδυνος επεισοδίων θα είναι υπαρκτός εάν δεν προσπαθήσουμε να βρούμε λύσεις, όχι πάντα ευχάριστες».
Αλλά στο ίδιο άρθρο επισημαίνει ότι το πρόβλημα των Ιμίων, το 1996, δεν προέκυψε τυχαία, αφού «η τουρκική ηγεσία τότε, θέλησε να εκμεταλλευτεί την κρίση που προκάλεσε η ασθένεια του Ανδρέα Παπανδρέου, η παραίτησή του και η εκλογή νέας ηγεσίας, για την οποία πίστεψε ότι μπορεί να την αιφνιδιάσει».
Για τις αναφορές αυτές του πρώην Πρωθυπουργού κ. Σημίτη είναι σκόπιμο να επισημανθούν κάποιες παρατηρήσεις για την ερμηνεία των γεγονότων, που είναι στοιχεία της ιστορίας πλέον.
Πράγματι, το πρόβλημα των Ιμίων το 1996, δεν προέκυψε τυχαία. Πράγματι η τούρκικη ηγεσία τότε δεν διανοήθηκε να δημιουργήσει οποιοδήποτε πρόβλημα όσο ήταν πρωθυπουργός, ο Ανδρέας Παπανδρέου, έστω και σε νοσηλεία.
Θέλησε όμως, μετά την εκλογή ως πρωθυπουργού του κ. Σημίτη από την κοινοβουλευτική ομάδα του ΠΑΣΟΚ, να εκμεταλλευθεί προφανώς την «απόσταση» που είχε ο πρωθυπουργός, από το Υπουργείο Εθνικής Άμυνας και τις ένοπλες δυνάμεις.
Και ήταν προφανώς τραγικό λάθος από τον τότε πρωθυπουργό οι χειρισμοί του εθνικού ζητήματος.
Γιατί το ΚΥΣΕΑ δεν μπορεί να συνεδριάζει στο πολιτικό γραφείο του πρωθυπουργού στη Βουλή.
Γιατί το ΚΥΣΕΑ ήταν επιβεβλημένο να συνεδριάζει στην αίθουσα επιχειρήσεων του Υπουργείου Εθνικής Άμυνας.
Γιατί τότε ήταν επιβεβλημένο να υπήρχε απόλυτη ενότητα και σύμπνοια μεταξύ πρωθυπουργού και υπουργείου εθνικής Άμυνας και αυτό ολοφάνερα δεν υπήρχε. Αλλά ήταν και εθνική επιταγή, η εθνική λαϊκή ενότητα και η άμεση και απόλυτη συνεργασία με όλες τις πολιτικές δυνάμεις της χώρας. Όμως ήταν ολοφάνερο ότι δεν επιδείχθηκε από πλευράς του πρωθυπουργικού γραφείου, αυτή η ενότητα και η σύμπνοια.
Η φράση του κ. Σημίτη ως πρωθυπουργού από το βήμα της Βουλής «ευχαριστούμε τους Αμερικάνους» , ήταν για σχεδόν ολόκληρη τη Βουλή, ένα σοκ, μια οδυνηρή κατάπληξη, μια αναστάτωση συναισθημάτων, ένα απροσδόκητο γεγονός.
Αλλά και ολόκληρη η κοινωνία κεραυνοβολήθηκε από αυτή τη φράση που δεν τόλμησε κανείς να υπερασπισθεί.
Για την ιστορία όμως πρέπει να αναφερθεί ότι τότε ακριβώς, στην αίθουσα του κοινοβουλίου, κάτω από το βάρος αυτής της φράσης από την πτέρυγα των βουλευτών του ΠΑΣΟΚ συζητήθηκε το ερώτημα «μετά από αυτό μπορούμε να δώσουμε ψήφο εμπιστοσύνης στην Κυβέρνηση;» και η πρόταση ότι «έχουμε εθνικό χρέος να αρνηθούμε την ψήφο εμπιστοσύνης στην Κυβέρνηση του κ. Σημίτη» κατά τη συζήτηση των προγραμματικών δηλώσεων.
Στο ερώτημα όμως και στην πρόταση αυτή, ο Γεράσιμος Αρσένης ψύχραιμα με περίσκεψη και σοφά απάντησε, ότι τώρα, περισσότερο από κάθε άλλη φορά απαιτείται «ενότητα» την οποία και επέβαλε με το πολιτικό κύρος του το οποίο δεν αμφισβητούσε κανείς.
Και βέβαια από τα πρακτικά του Υπουργικού Συμβουλίου γνωρίζουμε ποιος είχε την ευθύνη για την απομάκρυνση της σημαίας αλλά την ευθύνη όλων των άλλων χειρισμών, αλλά αυτό είναι ένα άλλο κυρίαρχο κεφάλαιο της ιστορίας. Οι λύσεις που βρέθηκαν «δεν ήταν ευχάριστες».
Από τα πρακτικά του Υπουργικού Συμβουλίου αλλά και από τα πρακτικά των συνεδριάσεων του ΚΥΣΕΑ, ο ιστορικός θα καταγράψει τις ευθύνες γι’ αυτές τις μη ευχάριστες λύσεις.
Όμως σήμερα και με την γνώση αυτή της ιστορίας, δεν μπορεί να συμφωνήσουμε με αυτές τις προτροπές του κ. Σημίτη. Αυτές οι προτροπές δεν μπορεί να εκφράζουν τον ελληνικό λαό.
Ο ελληνικός λαός απαιτεί και σήμερα ενότητα και σύμπνοια των πολιτικών δυνάμεων, υψηλό αίσθημα ευθύνης και συνεργασία για λύσεις με βάση το εθνικό συμφέρον.