«Έχει προηγηθεί ένα δυσμενές εκλογικό αποτέλεσμα το οποίο έχει δημιουργήσει μια παράσταση νίκης υπέρ της Νέας Δημοκρατίας. Μπορούμε να αντιστρέψουμε αυτό το κλίμα στο βαθμό που επικοινωνήσουμε στους πολίτες τον απολογισμό του κυβερνητικού έργου μας» εκτιμά ο υπουργός Υγείας Ανδρέας Ξανθός για τις ιδιαιτερότητες που έχουν οι εκλογές της 7ης Ιουλίου.
Μιλώντας στο ΑΠΕ-ΜΠΕ, εξηγεί ότι ο ΣΥΡΙΖΑ πρέπει να προβάλλει το στρατηγικό πρόγραμμά του για την επόμενη 4ετία, να αναδείξει τις διαχωριστικές του γραμμές με το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης και να επισημάνει τους κινδύνους που θα προκύψουν από μια ενδεχόμενη διακυβέρνηση της χώρας από τη ΝΔ.
«Η σοβαρότερη διακινδύνευση που μπορεί να υπάρξει από την παλινόρθωση μιας ρεβανσιστικής Δεξιάς με ακροδεξιά ρητορική και νέο-θατσερικό κοινωνικό αποτύπωμα, είναι η στοχοποίηση ως “λαϊκιστικού τύπου παροχή” κάθε μέτρου κοινωνικής μέριμνας και προστασίας, κάθε κοινωνικού επιδόματος, κάθε ρύθμισης κοινωνικής αναδιανομής υπέρ των αδύναμων», τονίζει ο υπουργός Υγείας. «Η πρόταση Μητσοτάκη για την Υγεία συρρικνώνει το Δημόσιο Σύστημα δίνοντας “ζωτικό χώρο” στα επιχειρηματικά συμφέροντα και το κυριότερο είναι ότι δεν απαντά σε κανένα πραγματικό πρόβλημα», προσθέτει.
Ερωτηθείς αν έγινε έργο που δεν φάνηκε στους πολίτες, επισήμανε πως «είναι κοινή η αίσθηση ότι σε αρκετές περιπτώσεις η κυβέρνηση συλλογικά είχε μια αδυναμία να προβάλλει με συστηματικό και κατανοητό τρόπο τα θετικά μέτρα. Θεωρώ ότι σημαντικό ρόλο έπαιξε η εύλογη κόπωση και δυσφορία που υπήρχε στην κοινωνία, αλλά και το γεγονός ότι είχαμε απέναντί μας μια μεγάλη μερίδα του έντυπου και ηλεκτρονικού Τύπου που ήταν απροκάλυπτα υπέρ της ΝΔ».
Τι ζητά από τον επόμενο υπουργό Υγειάς; Να διαφυλαχθεί ως «κόρη οφθαλμού» -όπως λέει με έμφαση- η πολιτική τής καθολικής κάλυψης και της εγγυημένης πρόσβασης των ανασφάλιστων πολιτών στο ΕΣΥ και στην ιατροφαρμακευτική περίθαλψη. Επίσης, να μην εγκαταλειφθεί η προσπάθεια στήριξης και αναβάθμισης του δημόσιου συστήματος υγείας, αλλά και να μην μείνει πίσω το Πρόγραμμα Εθνικών Στόχων στην Υγεία που περιλαμβάνει τη μεταρρύθμιση στην Πρωτοβάθμια Φροντίδα Υγείας και το θεσμό του οικογενειακού γιατρού. Επίσης θα του ζήταγε να ολοκληρώσει τις παρεμβάσεις που δρομολογήθηκαν στη φαρμακευτική πολιτική με στόχο τη διαφάνεια, τον εξορθολογισμό της δαπάνης και τη βιωσιμότητα του συστήματος.
Όπως αναφέρει ο κ. Ξανθός, στην πλειονότητά τους οι συνδικαλιστικές και επιστημονικές εκπροσωπήσεις των υγειονομικών αλλά και οι σύλλογοι των ασθενών στάθηκαν αυτή τη δύσκολη περίοδο με ωριμότητα και αξιοπρέπεια. Προσθέτει, ωστόσο, ότι σε αυτό το γενικό κανόνα υπήρξαν και κάποιες θλιβερές εξαιρέσεις, αναφερόμενος στην ΠΟΕΔΗΝ «η οποία πολλές φορές αντιμετώπιζε τα -άλλοτε υπαρκτά και άλλοτε όχι- προβλήματα στο χώρο της υγείας με καταστροφολογία και φαιδρότητα, λειτουργώντας ως μια ανυπόληπτη συνδικαλιστική γραφειοκρατία».
Κάνοντας τον απολογισμό του και την αυτοκριτική του στο υπουργείο Υγείας ο Ανδρέας Ξανθός αναφέρει: «Καταφέραμε να διασφαλίσουμε την επιβίωση της δημόσιας περίθαλψης και προωθήσαμε κρίσιμες μεταρρυθμίσεις θεσμικού χαρακτήρα που έχουν ήδη αρχίσει να αλλάζουν το τοπίο στον τομέα της υγείας. Από την άλλη πιστεύω ότι αποτύχαμε να αντιστρέψουμε το brain-drain και τη μετανάστευση των νέων γιατρών σε χώρες του εξωτερικού. Επίσης δεν καταφέραμε να ενισχύσουμε όσο θα έπρεπε με ακόμα περισσότερους πόρους το σύστημα υγείας και να μειώσουμε τις επιβαρύνσεις που είχαν επιβληθεί όλη την προηγούμενη περίοδο στους πολίτες». Επίσης όπως εξηγεί το υπουργείο Υγείας δεν κατάφερε να μειώσει δραστικά την ιδιωτική δαπάνη υγείας «και δεν προλάβαμε να εφαρμόσουμε το νέο σύστημα τιμολόγησης και αποζημίωσης στο φάρμακο που προέβλεπε ένα πιο σταθερό και βιώσιμο πλαίσιο και, κυρίως, μείωση της συμμετοχής των ασθενών στο κόστος αγοράς φαρμάκων»