Ο Αλέξης Τσίπρας παρέδωσε την εξουσία στον Κυριάκο Μητσοτάκη, που οδήγησε την κεντροδεξιά Νέα Δημοκρατία στη σαρωτική νίκη της Κυριακής, γράφει στον Guardian η ανταποκρίτριά του στην Αθήνα, Ελένα Σμιθ.
Κατά την αλλαγή φρουράς, που ήταν διακριτική και σύντομη, ο Μητσοτάκης ανέλαβε τα καθήκοντά του μετά την ορκωμοσία του από τον Αρχιεπίσκοπο Ιερώνυμο. Λίγες ώρες μετά ανακοινώθηκε η σύνθεση της κυβέρνησης.
Δεν πέρασε απαρατήρητη η στιλιστική αλλαγή. Αντίθετα με τον αριστερό προκάτοχό του που δηλώνει άθεος και φοράει ανοικτά πουκάμισα, ο Μητσοτάκης εμφανίστηκε με κοστούμι και γραβάτα για να ορκιστεί στο Ευαγγέλιο. Η αλλαγή δεν σηματοδοτεί μόνον την επάνοδο των συντηρητικών στην κυβέρνηση, αλλά και την έναρξης μιας νέας εποχής. Μετά την δραματική δεκαετία της βαθιάς ύφεσης, των διαδοχικών προγραμμάτων διάσωσης και της πρωτοφανούς φτώχειας και αναταραχής, η καταχρεωμένη Ελλάδα ολοκληρώνει τον κύκλο αναδεικνύοντας την πρώτη μεταμνημονιακή κυβέρνηση.
Σε ένα έθνος που έχει καταβληθεί από την λιτότητα που υπαγόρευσε η ΕΕ, η υπόσχεση του Μητσοτάκη να αναζωογονήσει την οικονομία είχε απήχηση. Πηγές εκ των έσω αναφέρουν ότι απώτατος στόχος του Μητσοτάκη είναι να ενώσει ένα εριστικό έθνος πίσω από ένα μεταρρυθμιστικό σχέδιο που θα τονώσει την οικονομική ανάπτυξη, όντας απόλυτα προετοιμασμένος για το έργο που θα αναλάβει. Η νέα κυβέρνηση ορκίζεται σήμερα και η αρχή ίσως να είναι εκρηκτική.
Οι εντάσεις με την Τουρκία έχουν κλιμακωθεί επικίνδυνα. Παρά τις προεκλογικές εξαγγελίες του Τσίπρα, ο Μητσοτάκης αρνήθηκε να δώσει υποσχέσεις που δεν θα μπορούσε να τηρήσει, αλλά και αυτές που έδωσε είναι πιθανό να μην εγκριθούν από τους ξένους πιστωτές. Αν και η Νέα Δημοκρατία παραδοσιακά εκφράζει κοινωνικά συντηρητικές απόψεις, όντας ένα από τα πιο εθνικιστικά δεξιά κόμματα στην Ευρώπη, ο Μητσοτάκης έχει προσπαθήσει πολύ να την φέρει προς το Κέντρο. Κατ’ ιδίαν περιγράφει τον εαυτό του ως προοδευτικό με φιλελεύθερες οικονομικές απόψεις. Η νίκη του κόμματος θεωρείται προσωπική του δικαίωση. Ως εκσυγχρονιστής κεντρώος πολιτικός, ο Μητσοτάκης προκαλούσε την καχυποψία των επιφανών στελεχών της Νέας Δημοκρατίας όταν ανέλαβε την ηγεσία του κόμματος το 2016, σημειώνει η βρετανική εφημερίδα.