Δύο τροπολογίες, αρμοδιότητας του υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων, κατατέθηκαν στο διυπουργικό νομοσχέδιο, λίγο πριν από την προγραμματισμένη λήξη της συζήτησης του διυπουργικού νομοσχεδίου. Και οι δύο τροπολογίες προκάλεσαν την αντίδραση των κομμάτων της αντιπολίτευσης που ζήτησαν την απόσυρσή τους.
Καθώς το αίτημα δεν έγινε αποδεκτό και η κυβέρνηση επέμεινε στη συζήτηση και την ψήφισή τους, τα κόμματα της αντιπολίτευσης αποχώρησαν από τη συνεδρίαση, όπως αναφέρει το Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων.
Με την πρώτη τροπολογία θεσπίζεται ανώτατο ποσό μηνιαίας σύνταξης ή συντάξεων για όλες τις συντάξεις γήρατος, αναπηρίας και θανάτου που απονέμονται από τον ΕΦΚΑ ή επανυπολογίστηκαν σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 4387/2016.
Ειδικότερα, με την τροπολογία θεσπίζεται ανώτατο όριο στο συνολικό ακαθάριστο ποσό κάθε μηνιαίας κύριας σύνταξης ή περισσοτέρων της μιας συντάξεων λόγω γήρατος, αναπηρίας ή θανάτου που χορηγούνται από τον ΕΦΚΑ και εφόσον μέρος του χρόνου ασφάλισης διανύθηκε ή ανάγεται έως και 31.12.2016. Το νέο ανώτατο όριο σύνταξης ορίζεται στο 12πλάσιο της εθνικής σύνταξης που αντιστοιχεί στα 20 έτη ασφάλισης, (ήτοι στο ποσό των 4.608 ευρώ), στο οποίο δεν συμπεριλαμβάνονται τα ποσά των χορηγούμενων από τον ΕΦΚΑ επιδομάτων αναπηρίας.
Το εν λόγω ανώτατο όριο εφαρμόζεται και επί των συντάξεων που έχουν χορηγηθεί μέχρι την έναρξη ισχύος του Ν. 4387/2016 (12.5.2016) ή ανατρέχουν στην ανωτέρω ημερομηνία.
Ποσά συντάξεων που έχουν ήδη απονεμηθεί ή επανυπολογιστεί, μετά την έναρξη ισχύος του ανωτέρω νόμου και υπερβαίνουν το προαναφερόμενο ανώτατο όριο, προσαρμόζονται στο νέο οριζόμενο ως άνω ποσό από την ημερομηνία έναρξης καταβολής ή επανυπολογισμού τους. Τυχόν επιπλέον διαφορές συντάξεων αναζητούνται ως καλοπίστως εισπραχθείσες και επιστρέφονται με παρακράτηση σε ποσοστό 20% της μηνιαίας καταβαλλόμενης σύνταξης και μέχρι ολοσχερούς εξοφλήσεως.
Σύμφωνα με την έκθεση του ΓΛΚ, από τις προτεινόμενες διατάξεις επέρχεται ετήσια εξοικονόμηση δαπάνης, δηλαδή, από τη θέσπιση ανώτατοι ορίου στο συνολικό ακαθάριστο ποσό για τις ήδη απονεμηθείσες πολύ υψηλές συντάξεις, και από τις προς απονομή μελλοντικές πολύ υψηλές συντάξεις. Η εξοικονόμηση αυτή για τα έτη 2019, 2020, 2021, 2022 και 2023 εκτιμάται στο ποσό των 550.000 ευρώ περίπου, 1,3 δις περίπου, 1,5 δις περίπου, 1,7 δις περίπου και 1,8 δις περίπου αντίστοιχα. Προβλέπεται επίσης αύξηση εσόδων από την αναζήτηση και επιστροφή τυχόν επιπλέον διαφορών συντάξεων που έχουν ήδη απονεμηθεί και υπερβαίνουν το ανώτατο όριο.
Τι προβλέπει η δεύτερη τροπολογία
Με τη δεύτερη τροπολογία, καταργούνται αφότου ίσχυσαν διατάξεις της εργασιακής νομοθεσίας σχετικά με:
– την ευθύνη αναθέτοντος εργολάβου και υπεργολάβου έναντι των εργαζομένων (άρθρο 9 ν.4554/2018)
– το βάσιμο λόγο ως σωρευτικό κριτήριο για το έγκυρο της καταγγελίας της εργασιακής σχέσης εργαζόμενου (άρθρο 48 του ν.4611/2019)
– την αναστολή προθεσμιών κατά τη συμφιλιωτική διαδικασία και τη διαδικασία επίλυσης εργασιακών διαφορών (άρθρο 58 ν, 4611/2019).
Αναφορικά με την ευθύνη αναθέτοντος εργολάβου και υπεργολάβου έναντι εργαζομένων, στην αιτιολογική έκθεση αναφέρεται ότι καταργείται η διάταξη του άρθρου 9 του ν. 4554/2018, με την οποία επιχειρήθηκε η γενική νομοθετική ρύθμιση για την κοινή και αλληλέγγυα ευθύνη αναθέτοντος εργολάβου και υπεργολάβου έναντι των εργαζομένων η οποία στην πράξη προκάλεσε εκτεταμένη σύγχυση και δυσκολίες εφαρμογής που είχαν ως αποτέλεσμα, αφενός την άμβλυνση της προστασίας των δικαιωμάτων των εργαζομένων έναντι του εργοδότη προς τους αντισυμβαλλομένους του στο πλαίσιο συμβάσεων εκτέλεσης έργων, παροχής υπηρεσιών κλπ, αλλά και των σχέσεων αυτών με τρίτους στο πλαίσιο συμβάσεων υπεργολαβίας. Αναφέρεται επίσης ότι η διάταξη πρέπει να καταργηθεί ώστε να είναι σαφής η ευθύνη του εργοδότη έναντι των εργαζομένων που αυτός απασχολεί, ανεξαρτήτως των συμβατικών σχέσεων που αναπτύσσει ο εργοδότης με τρίτους ως επιχειρηματίας.
Αναφορικά με την κατάργηση της διάταξης για το βάσιμο λόγο ως σωρευτικό κριτήριο για το έγκυρο της καταγγελίας της εργασιακής σχέσης εργαζόμενου (άρθρο 48 του ν.4611/2019). Το άρθρο 48 του ν.4611/2019 προέβλεπε ότι η καταγγελία της εργασιακής σχέσης θεωρείται έγκυρη, μόνο αν οφείλεται σε βάσιμο λόγο, κατά την έννοια του άρθρου 24 του Αναθεωρημένου Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Χάρτη, που κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του ν. 4359/2016, έχει γίνει εγγράφως, έχει καταβληθεί η οφειλόμενη αποζημίωση και έχει καταχωρηθεί η απασχόληση του απολυόμενου στα τηρούμενα για τον ΕΦΚΑ μισθολόγια ή έχει ασφαλιστεί ο απολυόμενος. Σε περίπτωση αμφισβήτησης, το βάρος της επίκλησης και απόδειξης της συνδρομής των προϋποθέσεων έγκυρης καταγγελίας φέρει ο εργοδότης.