Θέλουμε οι απόδημοι να έχουν φωνή, ψήφο και δικαίωμα του εκλέγεσθαι επεσήμανε μεταξύ άλλων ο τομεάρχης Εξωτερικών της Κ.Ο. του ΣΥΡΙΖΑ και εισηγητή στο νομοσχέδιο για την ψήφο των αποδήμων Ελλήνων Γιώργος Κατρούγκαλος.
Η ρύθμιση της ψήφου των Ελλήνων του εξωτερικού αποτελεί συνταγματική επιταγή από το 1975. Είναι εθνικό θέμα που πρέπει να το προσεγγίζουμε με όρους ειλικρίνειας και όχι υποκρισίας. Γιατί δεν ρυθμίστηκε μέχρι σήμερα;
“Κανένα από τα δύο κόμματα που κυβερνούσαν με εναλλαγή μεταξύ τους μέχρι το 2015 δεν ήθελε να λυθεί πραγματικά το ζήτημα. Άλλωστε αυξημένη πλειοψηφία προβλέπεται μετά τη συνταγματική αναθεώρηση του 2001. Γιατί ΝΔ και ΚΙΝΑΛ που κόπτονται σήμερα για το θέμα δεν το ρύθμισαν όταν ήταν στην κυβέρνηση; Η απάντηση είναι προφανής. Παραπέμπω στην κριτική που άσκησε ο Ευάγγελος Βενιζέλος το 2009 στην αντίστοιχη πρόταση νόμου που έχει παρόμοια χαρακτηριστικά με την πρόταση που αρχικά κατέθεσε η ΝΔ και σε αυτή τη βουλή. Εκεί ο Ευαγ. Βενιζέλος μιλάει για εργαλειοποίηση των αποδήμων και προσπάθεια να μετατραπούν σε παιχνίδι στα εσωτερικά κομματικά παιχνίδια του πολιτικού συστήματος”, πρόσθεσε.
Εμείς δεν έχουμε μικροκομματικές σκοπιμότητες. Είμαστε το μοναδικό πολιτικό κόμμα που όταν ήρθε στην κυβέρνηση επεδίωξε να λύσει με σοβαρότητα και διακομματική συναίνεση το ζήτημα.
Εμείς όχι μόνο θέσαμε το θέμα της αναθεώρησης του άρθρου 54 αλλά και προβλέψαμε τη συγκρότηση νομοπαρασκευαστικής επιτροπής ώστε με συμμετοχή ειδικών και στη βάση των προτάσεων των αποδήμων να έχουμε ένα νόμο που να ανταποκρίνεται στις προσδοκίες τους. Η συγκρότηση της επιτροπής είχε ευρύτερη στήριξη από ΚΙΝΑΛ και ΚΚΕ και την ανοχή του ΠΟΤΑΜΙΟΥ. Καταψηφίστηκε μόνον από τη ΝΔ.
Εσείς που σήμερα εμφανίζεστε ως οι προστάτες της ψήφου των αποδήμων είσαστε αυτοί που και δεν ρυθμίσατε το θέμα επί 40 χρόνια και όταν ήρθε η στιγμή να ρυθμιστεί με κομματική συναίνεση τορπιλίσατε την προσπάθεια. Και η υποκρισία δεν σταματά εδώ. Η αρχική σας τοποθέτηση ήταν επιστολική ψήφος χωρίς κανένα κριτήριο, γενικευμένη ψήφος των Ελλήνων του εξωτερικού και μας είπατε ότι αυτή η πρόταση αφορά 300 χιλιάδες εγγεγραμμένους σε εκλογικούς καταλόγους.
Δεν μπορούν να χτιστούν εθνικά μέτωπα στην αναλήθεια. Ξέρατε ότι αυτό το νούμερο δεν είναι αληθές. Στην ακρόαση των φορέων ακούσαμε για 8 εκατομμύρια αποδήμων μόνο σε μία ήπειρο. Στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου η Κυβέρνηση της ΝΔ έκανε λόγο το 2009 για 3.500.000 εκλογείς. Γιατί χρειάστηκε να καταφύγετε στην απόκρυψη της αλήθειας;
Για τον απλό λόγο ότι δεν υπάρχει στην ευρωπαϊκή αλλά και παγκόσμια εμπειρία χώρα με σημαντική διασπορά, όπως η δική μας, που να καθιερώνει τόσο γενικευμένη διευκόλυνση ψήφου για τους αποδήμους. Οι χώρες που έχουν σημαντική διασπορά, όπως η Ιρλανδία, η Κύπρος, το Ισραήλ, η Αρμενία φτάνουν σε ένα άκρο που εμείς ποτέ δεν υιοθετήσαμε και αποκλείουν εντελώς τους κατοίκους εξωτερικού από τη δυνατότητα ψήφου ακόμα και όταν είναι στη χώρα.
Εμείς προφανώς θέλουμε οι απόδημοι να έχουν φωνή, ψήφο και δικαίωμα του εκλέγεσθαι, αλλά με βάση και κριτήριο τη δημοκρατική αρχή και την ευρωπαϊκή εμπειρία.
Ο λόγος για τον οποίο καμία χώρα με σημαντική διασπορά δεν καθιερώνουν γενικευμένη διευκόλυνση ψήφου όπως αυτή που προτείνατε αρχικά είναι απλός: όταν υπάρχει ένα εκλογικό σώμα έξω από την επικράτεια ισοδύναμο ή και μεγαλύτερο από αυτό των μόνιμων κατοίκων, η γενικευμένη και χωρίς κριτήρια συμμετοχή του στις εκλογές θα αλλοίωνε τη βούληση του εκλογικού σώματος.
Ποια είναι λοιπόν η ευρωπαϊκή πρακτική; Δύο συστήματα επικρατούν που και τα δύο σταθμίζουν με τον ένα άλλο τρόπο την ψήφο των αποδήμων. Το ένα προβλέπει κλειστό σύστημα εκπροσώπησης, στο πλαίσιο του οποίου εκλέγουν οι απόδημοι έναν αριθμό δικών τους αντιπροσώπων στο πλαίσιο περιφερειών που ανταποκρίνονται στη μόνιμη εγκατάσταση τους. Αυτό εφαρμόζουν Γαλλία, Πορτογαλία και η Ιταλία. Αυτό προκρίνει και η Εθνική Επιτροπή των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου αλλά και το συμβούλιο απόδημου ελληνισμού. Αυτή τη πρόταση κατέθεσε ο ΣΥΡΙΖΑ στην αναθεώρηση του άρθρου 54. Να υπάρξουν έως 5 εκλογικές περιφέρειες κατοίκων του εξωτερικού, προφανώς μετά από απογραφή, όπου θα εκλέγονταν εκπρόσωποι των συμπατριωτών μας που διαμένουν εκεί, ώστε να μην έχουν μόνο το δικαίωμα του εκλέγειν αλλά και το δικαίωμα του εκλέγεσθαι.
Αυτή ήταν η πρόταση που καταθέσαμε και που συνεχίζουμε να την θεωρούμε ως βέλτιστη.
Δεχτήκαμε να συζητήσουμε στη βάση της πρότασης του ΚΚΕ γιατί θέλουμε να υπάρχει λύση και γιατί δεν συνιστά ουσιώδη απόκλιση από την αρχική δική μας σύλληψη, που θέλει να σταθμίζεται η ψήφος των αποδήμων, για να γίνεται σεβαστή η δημοκρατική αρχή και να μην αλλοιώνεται η βούληση του εκλογικού σώματος των μονίμων κατοίκων. Αυτή ήταν η κόκκινη γραμμή που εξαρχής είχαμε θέσει. Η ΝΔ είναι που μετατοπίστηκε στρατηγικά ως προς αυτό ακριβώς το σημείο, από την αρχική της πρόταση που καθιέρωνε ένα γενικευμένο δικαίωμα ψήφου, χωρίς κανένα δικαίωμα αυτοτελούς εκπροσώπησης των αποδήμων.
Το σχέδιο νόμου που κατέθεσε η κυβέρνηση ήταν ιδιαίτερα πρόχειρο και αδικούσε τη σοβαρότητα του θέματος, ορισμένες από τις αρχικές ελλείψεις καλύφθηκαν κατά τη συζήτηση στην επιτροπή παραμένουν όμως ουσιώδη προβλήματα.
Εμείς στην επιτροπή ζητήσαμε την κατοχύρωση δύο βασικών κριτηρίων: το πρώτο ήταν να διασφαλιστεί το αδιάβλητο και η διαφάνεια της διαδικασίας, αυτονόητη προϋπόθεση για όποιον σέβεται τη Δημοκρατία. Το δεύτερο είναι να δοθεί αυτοτελές δικαίωμα εκλέγεσθαι στους απόδημους . Έγιναν βήματα και προς τις δύο κατευθύνσεις, έγινε δεκτή η πρόταση να υπάρχει διακομματική επιτροπή και μερικώς έγινε δεκτό να μπορούν να εκλέγουν αυτοτελώς οι απόδημοι έναν εκπρόσωπο τους μέσω του ψηφοδελτίου επικρατείας.
Παραμένουν όμως δύο σοβαρά ζητήματα, τα οποία ελπίζουμε μέχρι το τέλος η κυβέρνηση να τα αντιμετωπίσει όπως πρέπει για να διασφαλιστεί το αδιάβλητο των εκλογών.
Το πρώτο είναι η ανανέωση των εκλογικών καταλόγων. Στο σχέδιο νόμου προβλέπεται δεκαετής διάρκεια τους, κάτι για το οποίο δεν υπάρχει νομικό προηγούμενο στην ελληνική επικράτεια και που ουσιαστικά μετατρέπει την τριακονταπενταετία απουσίας από τη χώρα, ως όρο διευκόλυνσης της ψήφου, σε τεσσαρακονταπενταετία. Το είναι να υπάρχει σύμφωνη γνώμη, δεσμευτική, της διακομματικής επιτροπής που συμφωνήθηκε ως προς την άσκηση της κανονιστικής αρμοδιότητας του υπουργού, στο πνεύμα της ανάγκης να υπάρχει διακομματική συναίνεση, όπως ρητά το Σύνταγμα επιτάσσει».