«Καλούμε την κυβέρνηση να παρατείνει τώρα την προστασία της πρώτης κατοικίας μέχρι το τέλος του έτους», τόνισε η Έφη Αχτσιόγλου στον τ/σ “MEGA”, σημειώνοντας ότι «το έχουμε ζητήσει εδώ και καιρό, όχι μόνο τις τελευταίες μέρες με την τροπολογία που καταθέσαμε. Δεν είναι δυνατόν, όταν όλοι οι πολίτες καλούνται να μείνουν στο σπίτι, να υπάρχει ζήτημα άρσης της προστασίας της πρώτης κατοικίας, που θα συμβεί με τα σημερινά νομικά δεδομένα στις 30 Απριλίου».
Για το γεγονός ότι η κυβέρνηση δεν έχει ακόμη αναλάβει κάποια πρωτοβουλία επισήμανε: «Δεν ξέρω αν είναι από αδράνεια, η οποία όμως δεν συγχωρείται, ή αν είναι από πολιτική πεποίθηση, γιατί τον υπουργό Ανάπτυξης τον ακούγαμε για μεγάλο χρονικό διάστημα να λέει ότι η άρση της προστασίας της πρώτης κατοικίας είναι μέτρο για το καλό της οικονομίας».
Η κ. Αχτσιόγλου υπογράμμισε ότι εκτός της αναγκαίας παράτασης η κυβέρνηση πρέπει να καταθέσει «ένα ολοκληρωμένο σχέδιο για τη διάκριση των στρατηγικών κακοπληρωτών και των πολιτών οι οποίοι λόγω της οικονομικής κρίσης βρέθηκαν σε αδυναμία πληρωμών». Από την πλευρά μας, σημείωσε, «είχαμε συμφωνήσει στη διαπραγμάτευση με τους θεσμούς ότι θα υπάρξει, με το που λήξει η έκταση του νόμου Κατσέλη-Σταθάκη, ένα συνολικό πλαίσιο για την αντιμετώπιση του ιδιωτικού χρέους, που θα περιλαμβάνει και την προστασία της πρώτης κατοικίας, αυτό το είχαμε επεξεργαστεί σε ένα συγκεκριμένο πρόγραμμα».
Για την απόφαση του Eurogroup τόνισε ότι «δεν ήταν απλώς απογοητευτική, αλλά θα δημιουργήσει τριγμούς στη συνοχή της Ε.Ε. και είναι εξαιρετικά πιθανό να οδηγήσει σε μια νέα κρίση χρέους για την Ευρωζώνη». Με επιμονή της Γερμανίας και της Ολλανδίας «αποφασίστηκε να μην υπάρχει αμοιβαιοποίηση του χρέους, να μην υπάρχει το ευρωομόλογο, καθώς και η όποια πιστωτική γραμμή από τον ESM να έρθει με αιρεσιμότητες, δηλαδή με προγράμματα λιτότητας, με νέα μνημόνια», αυτές οι αποφάσεις «είναι τραγικές, δείχνουν ότι δεν έχει καταλάβει τίποτα η ηγεσία της Ε.Ε. από τα λάθη του παρελθόντος και βάζουν το σύνολο της Ε.Ε. και της Ευρωζώνης σε νέες περιπέτειες, προκαλώντας τριγμούς στην ίδια τη συνοχή της», επισήμανε.
Για τη στήριξη της πραγματικής οικονομίας η κ. Αχτσιόγλου υπογράμμισε ότι «οι ελληνικές τράπεζες θα λάβουν ρευστότητα από την ΕΚΤ ύψους 12 δισ. ευρώ και πρέπει να τη μεταβιβάσουν στην πραγματική οικονομία μέσω εξαιρετικά χαμηλότοκου ή και άτοκου δανεισμού. Αυτό για να συμβεί δεν μπορεί να αφεθεί στην καλή τους προαίρεση, να κάνουν τις επιλεκτικές τους πολιτικές, εδώ χρειάζεται ισχυρή κρατική παρέμβαση». Πέραν αυτού, πρόσθεσε, «υπάρχει ένα πολύ μεγάλο μέρος μικρών και πολύ μικρών επιχειρήσεων οι οποίες είναι αποκλεισμένες από τον τραπεζικό δανεισμό. Γι’ αυτές προτείνουμε ένα πακέτο άμεσης, μη επιστρεπτέας, ενίσχυσης από το κράτος, ύψους 3 δισ. ευρώ, ώστε να έχουν στοιχειωδώς ένα κεφάλαιο κίνησης όταν τελειώσει η καραντίνα και θα πρέπει να παραμείνουν σε λειτουργία, για να μην μπούμε σε ένα νέο σπιράλ ύφεσης».