«Η κυβέρνηση έχασε πολύτιμο χρόνο στην διεκδίκηση κυρώσεων έναντι της Τουρκίας», υποστήριξε ο Αλέξης Χαρίτσης σε συνέντευξή του στο Mega, οενώ τόνισε ότι «αν είχαμε προχωρήσει στη διεκδίκησή τους από τον προηγούμενο Σεπτέμβρη, όπως ζητούσαμε στον ΣΥΡΙΖΑ, πολλές από τις τελευταίες εξελίξεις ενδεχομένως να είχαν αποφευχθεί».
Παράλληλα, ο κ. Χαρίτσης χαρακτήρισε θετική την «αναφορά επιτάχυνσης επιβολής κυρώσεων για παραβιάσεις στην κυπριακή ΑΟΖ», σημειώνοντας ωστόσο ότι «η αντίστοιχη πρόβλεψη για παραβιάσεις στην ελληνική υφαλοκρηπίδα, παραπέμφθηκε για το συμβούλιο κορυφής στο τέλος Σεπτέμβρη», τονίζοντας ότι στο μεταξύ «πρέπει να ληφθούν πρωτοβουλίες σε ευρωπαϊκό επίπεδο ώστε να επανεκκινήσει ο ευρωτουρκικός διάλογος και οι διερευνητικές», κάτι που «δεν μπορεί να γίνει υπό καθεστώς πίεσης και απειλής άσκησης βίας από πλευράς της Τουρκίας». Και ξεκαθάρισε: «Η Ελλάδα δικαιούται και πρέπει να απαιτήσει την έμπρακτη στήριξη των συμμάχων μας και να παίξει πρωταγωνιστικό ρόλο στον ευρωτουρκικό διάλογο. Δεν μπορούμε να είμαστε θεατές σε ζητήματα που μας αφορούν άμεσα».
Δεν υπάρχει συνολική στρατηγική στα ελληνοτουρκικά
Ο εκπρόσωπος Τύπου του ΣΥΡΙΖΑ στηλίτευσε την έλλειψη «μιας συνολικής εθνικής στρατηγικής στα ελληνοτουρκικά» και χαρακτήρισε «εθνικά υπεύθυνη τη στάση του ΣΥΡΙΖΑ στην ψηφοφορία της συμφωνίας Ελλάδας – Αιγύπτου για τον τμηματικό καθορισμό της ΑΟΖ», υπογραμμίζοντας ότι «δεν μπορούσαμε να υπερψηφίσουμε μια συμφωνία που περιέχει επικίνδυνα σημεία για τη χώρα μας, αλλά ούτε να ακολουθήσουμε την ισοπεδωτική αντιπολίτευση που αντιμετωπίσαμε εμείς από τη ΝΔ στην εξωτερική πολιτική».
Στο μεταξύ, ο Αλ. Χαρίτσης κατηγόρησε την κυβέρνηση ότι «κινείται με όρους επικοινωνιακής διαχείρισης συνολικά στο ζήτημα της πανδημίας» αλλά και ειδικότερα «στο ευαίσθητο θέμα των σχολείων», υπογραμμίζοντας ότι «παρότι άνοιξαν τα σχολεία για λίγες μέρες τον Ιούνιο με βασικό επιχείρημα την προετοιμασία για την έναρξη της νέας σχολικής χρονιάς, τίποτα δεν έγινε ούτε για την ενίσχυση του εκπαιδευτικού προσωπικού, ούτε για την προμήθεια μέσων προστασίας ούτε για να σπάσουν οι τάξεις και να προσαρμοστούν οι δομές στα νέα δεδομένα», αντιπαραβάλλοντας την περίπτωση γειτονικών χωρών, «όπως η Ιταλία, όπου τα σχολεία θα λειτουργήσουν με περισσότερους εκπαιδευτικούς και αίθουσες, λιγότερους μαθητές ανά τάξη και ατομικά θρανία». Και πρόσθεσε: «Έστω την ύστατη στιγμή το υπουργείο οφείλει να καταστρώσει έναν πλήρη οδικό χάρτη για να ανοίξουν τα σχολεία με ασφάλεια για μαθητές και εκπαιδευτικούς».
«Θα αντιμετωπίσουμε πρωτοφανή ύφεση»
Αναφερόμενος στο ζήτημα της οικονομίας, ο βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ υπογράμμισε ότι «όλα δείχνουν ότι η ελληνική οικονομία θα αντιμετωπίσει μια πρωτοφανή ύφεση, μπορούμε όμως και πρέπει να περιορίσουμε το μέγεθός της και την έκτασή της στο χρόνο», υπενθυμίζοντας ότι «σε αυτή την κατεύθυνση ο ΣΥΡΙΖΑ από την αρχή κατέθεσε το «Μένουμε Όρθιοι», ένα σχέδιο αξιοποίησης των 26 δισ. από τα 50 δισ. που ήταν διαθέσιμα για τη χώρα μας, αντιστοιχίζοντάς τα με τις ανάγκες της ελληνικής οικονομίας, και προτείναμε: ενίσχυση των επιχειρήσεων με απευθείας ρευστότητα και όχι μόνο αναστολή των υποχρεώσεων, στήριξη της εργασίας και προστασία του εισοδήματος των πολιτών». Και τόνισε: «Όσο δεν αξιοποιείς τις δυνατότητες που έχεις και δεν προστατεύεις το εισόδημα των πολιτών, τόσο οι υποχρεώσεις αυξάνονται και δημιουργούνται δημοσιονομικά προβλήματα, όπως είδαμε με την κατάρρευση των δημόσιων εσόδων». Ο κ. Χαρίτσης αναφέρθηκε και «στο πρόγραμμα SURE, όπου «η Πορτογαλία, με παρόμοιο μέγεθος με την Ελλάδα και μικρότερη ανεργία, θα λάβει 6 δισ. ευρώ, καθώς σχεδίασε συγκεκριμένα προγράμματα ουσιαστικής στήριξης της οικονομίας», «κάτι που δεν έκανε η ελληνική κυβέρνηση, με αποτέλεσμα να λάβουμε μόνο 2,7 δισ., τα οποία μάλιστα θα κατευθυνθούν σε μεγάλο βαθμό στην αναστολή συμβάσεων εργασίας».
«Αντί να κινηθεί στη λογική της εμπροσθοβαρούς στήριξης της πραγματικής οικονομίας» συνέχισε ο Αλ. Χαρίτσης, «η κυβέρνηση, με την ενδιάμεση έκθεση Πισσαρίδη, επαναφέρει μέτρα λιτότητας που ξέμειναν από τις εποχές των μνημονίων, όπως η ιδιωτικοποίηση της επικουρικής ασφάλισης», τονίζοντας ότι «η έξοδος από την κρίση δεν είναι μονοσήμαντη: είτε θα βγούμε με μέτρα στήριξης της ανάπτυξης, της εργασίας και των μικρομεσαίων επιχειρήσεων ή με την επαναφορά περιοριστικών μέτρων λιτότητας που ελπίζαμε ότι είχαμε αφήσει πίσω μας».