Η απόφαση για την επιβολή του lockdown ήταν για να «προλάβουμε τα χειρότερα» επεσήμανε ο κυβερνητικός εκπρόσωπος Στέλιος Πέτσας, αναφερόμενος στο lockdown.
«Να σωθούν ζωές και να μην φθάσει το Σύστημα Υγείας στα όριά του», πρόσθεσε.
Μιλώντας κατά την ενημέρωση των πολιτικών συντακτών ο κ. Πέτσας εξήγησε ότι στόχος είναι «να αντιστρέψουμε τις αυξητικές τάσεις, να χαμηλώσουμε τις επιδημιολογικές καμπύλες και να δημιουργήσουμε συνθήκες που θα μας επιτρέψουν να έχουμε πιο κανονικές γιορτές τα Χριστούγεννα, με καλύτερη και ασφαλέστερη λειτουργία της αγοράς που είναι τόσο αναγκαία για όλους τους πολίτες, επιχειρηματίες και καταναλωτές».
Όπως είπε ο κυβερνητικός εκπρόσωπος «για άλλη μία φορά η ατομική ευθύνη και η συλλογική μας ωριμότητα θα είναι καθοριστική ώστε το lockdown να παραμείνει στο χρονοδιάγραμμα των τριών εβδομάδων που ανακοινώθηκε. Ας τηρήσουμε τα μέτρα. Ας μην ψάχνουμε συνεχώς αφορμές για να τα παρακάμψουμε. Ας μείνουμε για λίγο μακριά από φίλους και συγγενείς για να μπορέσουμε τελικά να είμαστε πολύ περισσότερο μαζί. Ατομική ευθύνη λοιπόν αλλά και κρατική επαγρύπνηση ώστε να εξασφαλίζεται η τήρηση των μέτρων». Μάλιστα αναφέρθηκε σε ανεύθυνες συμπεριφορές δίνοντας το παράδειγμα της διοργάνωσης πάρτι σε ξενοδοχείο στη λεωφόρο Συγγρού, ενώ τόνισε πως θα εντατικοποιηθούν οι έλεγχοι για την τήρηση των μέτρων. «Εκτροπές από την τήρηση των μέτρων δεν θα γίνονται αποδεκτές», σημείωσε.
Αναφερόμενος στην απόφαση του πρωθυπουργού να μπει η χώρα σε οριζόντιο lockdown, επανέλαβε πως η απόφαση πάρθηκε «γιατί είχε ήδη διαπιστωθεί μέσα σε λίγες ημέρες μία επιθετική αύξηση των κρουσμάτων, των εισαγωγών στα νοσοκομεία, των διασωληνωμένων και των νοσηλευομένων σε ΜΕΘ. Ο ιός όπως επεσήμανε ο καθηγητής Σωτήρης Τσιόδρας είχε αρχίσει να κινείται πολύ επιθετικά ενώ φαίνεται να έχει αυξηθεί πολύ η μεταδοτικότητά του. Ο κυματισμός που είχε φανεί τον Σεπτέμβριο είχε γίνει κύμα τον Οκτώβριο και πήγαινε να γίνει τσουνάμι τον Νοέμβριο. Μπροστά σε αυτά τα δεδομένα ο πρωθυπουργός αποφάσισε να κινηθούμε πιο γρήγορα παρ’ όλο που η Ελλάδα εξακολουθούσε να είναι σε πολύ καλύτερη επιδημιολογική κατάσταση απ’ ό,τι άλλες ευρωπαϊκές χώρες με αντίστοιχο πληθυσμό».