Ερώτηση προς τον υπουργό Οικονομικών Ευάγγελο Βενιζέλο κατέθεσαν ο πρόεδρος της ΔΗΜΑΡ Φώτης Κουβέλης και οι βουλευτές της κ.κ. ο Θ. Λεβέντης, Γρ. Ψαριανός και Ν. Τσούκαλης, σχετικά με την εξαίρεση των χώρων άσκησης θρησκευτικής λατρείας από την καταβολή του έκτακτου τέλους ακίνητης περιουσίας.
Η ΔΗΜΑΡ ζητά τη φορολόγηση της εκκλησιαστικής και μοναστηριακής περιουσίας, καθώς και την πλήρη κατάργηση της φοροαπαλλαγής των εμπορικών συναλλαγών τους.
Αν και υπογραμμίζουν ότι «δεν παραγνωρίζουμε το πνευματικό και φιλανθρωπικό έργο της Εκκλησίας», εστιάζουν στην αντίστιξη χιλιάδες Έλληνες πολίτες να βιώνουν τις συνέπειες των μέτρων λιτότητας ενώ τα εισοδήματα της Εκκλησίας να «εξακολουθούν να είναι στο φορολογικό απυρόβλητο».
Παράλληλα υπογραμμίζουν ότι η Εκκλησία της Ελλάδος διαθέτει 7.945 ενορίες και πάνω από 500 μοναστήρια και ησυχαστήρια, «χωρίς να συμπεριλαμβάνονται σε αυτά τα μετόχια μονών του Αγίου Όρους ή πρεσβυγενών πατριαρχείων που λειτουργούν στην ελληνική επικράτεια».
Όπως επισημαίνουν, η Εκκλησία της Ελλάδας είναι ο δεύτερος μεγαλύτερος ιδιοκτήτης γης (μετά το ελληνικό κράτος), με 130.000 εκτάρια γης, διαθέτει το 1,5% των μετοχών της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδας, με έναν εκπρόσωπο της στο διοικητικό της συμβούλιο και ότι «η οικονομική διεύθυνση της Εκκλησίας επιβεβαιώνει την καταβολή φόρων εισοδήματος ύψους € 2.500.000 το 2010».
Παραθέτουν σειρά νόμων από το 1997 έως το 2010 με τους οποίους η Εκκλησία απαλλάσσεται από το φόρο μεγάλης ακίνητης περιουσίας για τα ακίνητα που χρησιμοποιούν οι ναοί και οι μονές, και από την υποχρέωση της εισφοράς 35% των εσόδων της (η εισφορά είχε θεσπιστεί το 1945, όταν το κράτος ανέλαβε την υποχρέωση να καταβάλλει τους μισθούς των κληρικών και η Εκκλησία να εισφέρει στον κρατικό προϋπολογισμό το 25% των ακαθάριστων εσόδων της, ποσοστό που το 1968 αυξήθηκε στο 35%) κ.ά.
Έτσι, η ΔΗΜΑΡ ζητά να μάθει μεταξύ άλλων αν η κυβέρνηση θα προχωρήσει στην φορολόγηση της εκκλησιαστικής και μοναστηριακής περιουσίας και αν προτίθεται να συμπεριλάβει την Εκκλησία και τα άλλα θρησκευτικά δόγματα στην έκτακτη εισφορά ακινήτων, εξαιρώντας μόνο όσα ακίνητα χρησιμοποιούνται αποδεδειγμένα για φιλανθρωπικούς και κοινωφελείς σκοπούς (ορφανοτροφεία, γηροκομεία κ.λ.π.).