Καθιστά την Ελλάδα ισχυρότερο σύμμαχο για τις ΗΠΑ
Τον θετικό αντίκτυπο της αμυντικής συμφωνίας Ελλάδος – Γαλλίας για το ΝΑΤΟ, την Ευρωπαϊκή Ένωση, αλλά και για τις Ελληνοαμερικανικές σχέσεις υπογραμμίζει σε συνέντευξη του στο ΑΠΕ – ΜΠΕ και τον Σπύρο Μουρελάτο ο Εκτελεστικός Διευθυντής του Hellenic – American Leadership Council, Endy Zemenides.
Επισημαίνει πως το περιεχόμενο αυτής είναι απολύτως συμβατό με το νέο δόγμα, που φαίνεται ότι υιοθετεί η Αμερικανική Εξωτερική πολιτική, ενώ, καθιστά, όπως δηλώνει, την Ελλάδα ισχυρότερο σύμμαχο για τις ΗΠΑ.
Ο κ. Zemenides εκτιμά, επίσης, ότι το επίπεδο των Ελληνο-Αμερικανικών σχέσεων είναι στο καλύτερο επίπεδο της σύγχρονης ιστορίας τους, τονίζει ότι οι ΗΠΑ δεν έχουν ανάγκη την Τουρκία, όσο θέλουν να νομίζουν στην Άγκυρα και επιμένει ότι η διακυβέρνηση Μπάιντεν οφείλει να υιοθετήσει αυστηρότερη στάση έναντι της γείτονος, όσο αυτή δεν αλλάζει ουσιωδώς τη συμπεριφορά της.
Σε ό,τι αφορά στην Ομογένεια επιμένει ότι ο ρόλος που μπορεί να διαδραματίσει, χάριν της προώθησης των εθνικών μας δικαίων, αλλά και υπέρ της οικονομικής ανάπτυξης της Ελλάδας είναι βαρυσήμαντος. Μάλιστα, τάσσεται υπέρ μιας εναλλακτικής προσέγγισης αναφορικά με την αναβάθμιση του ρόλου της Ομογένειας, η οποία, δεν θα βασίζεται κατ’ ανάγκη στις «παραδοσιακές σχέσεις, όπως αυτή με την Αρχιεπισκοπή Αμερικής», όπως λέει χαρακτηριστικά.
Ακολουθεί η πλήρης συνέντευξη:
– Στον απόηχο της πρόσφατης επίσκεψης του πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη στη Νέα Υόρκη, στο πλαίσιο της συμμετοχής του στην 76η Γενική Συνέλευση των Ηνωμένων Εθνών, ποιος θεωρείτε πως πρέπει να είναι ο ρόλος της Ομογένειας στην προώθηση των εθνικών μας στόχων και με ποιους τρόπους μπορεί αυτός ο ρόλος να αναβαθμιστεί;
Η ελληνοαμερικανική κοινότητα μπορεί να διαδραματίσει σημαντικό ρόλο στην προώθηση των ελληνικών εθνικών θεμάτων και στην προώθηση της διμερούς σχέσης ΗΠΑ-Ελλάδας. Πολλοί Ελληνοαμερικανοί διατηρούν σημαντική επιρροή στην αμερικανική κοινωνία και μπορούν να διαμορφώσουν την κοινή γνώμη και τις πολιτικές προτεραιότητες, όχι μόνο για ζητήματα αμιγώς ελληνικού ενδιαφέροντος. Η ευρύτερη ελληνοαμερικανική κοινότητα έχει επίσης αποδείξει ότι μπορεί να κινητοποιηθεί για να προωθήσει όλα τα θέματα που απασχολούν την Ελλάδα.
Για να αναβαθμιστεί ο ρόλος της ελληνοαμερικανικής κοινότητας σε αυτά τα ζητήματα, θα πρέπει να καταβληθεί μεγαλύτερη προσπάθεια από την Ελλάδα να οικοδομήσει βαθύτερες σχέσεις με διαμορφωτές της κοινής γνώμης και να βρει τρόπο, ώστε να διασφαλίσει ότι η επόμενη γενιά Ελληνοαμερικανών θα καταστήσει τα ελληνικά θέματα μέρος της πολιτικής τους ταυτότητας εδώ στις Ηνωμένες Πολιτείες.
Κατά την γνώμη μου, η Ελλάδα δεν μπορεί να βασιστεί στις παραδοσιακές σχέσεις -για παράδειγμα με περιφερειακές ομοσπονδίες ή με την Ελληνορθόδοξη Αρχιεπισκοπή Αμερικής- χωρίς να ανησυχεί εάν αυτές έχουν την ικανότητα να επηρεάσουν πραγματικά την Αμερικανική κοινωνία και πολιτική σκηνή. Όπως διαπιστώσαμε και στην υπόθεση των αντιδράσεων, που προκάλεσε η παρουσία του Αρχιεπισκόπου Ελπιδοφόρου στα εγκαίνια του «Σπιτιού της Τουρκίας» στη Νέα Υόρκη, η Ελλάδα δεν μπορεί πλέον να θεωρεί δεδομένο ότι κάθε τμήμα της ελληνοαμερικανικής κοινότητας μπορεί να προωθήσει αποτελεσματικά τα εθνικά μας ζητήματα.
– Ανέκαθεν ο ρόλος των ΗΠΑ στην Ανατολική Μεσόγειο, ιδίως σε περιόδους όξυνσης των σχέσεων Ελλάδος-Τουρκίας, υπήρξε κρίσιμος. Εν αναμονή της οριστικοποίησης της νέας αμυντικής συμφωνίας ανάμεσα σε Ελλάδα και ΗΠΑ πώς θα χαρακτηρίζατε το επίπεδο των διμερών μας σχέσεων; Πώς αξιολογείτε την αμυντική συμφωνία Ελλάδος – Γαλλίας και τι σημαίνει αυτή για τη σχέση Αθήνας – Ουάσιγκτον;
Η διμερής σχέση ΗΠΑ-Ελλάδας βρίσκεται στο καλύτερο επίπεδο από κάθε άλλη φορά στην πρόσφατη μνήμη. Η διακυβέρνηση Μπάιντεν είναι πολύ εξοικειωμένη με την Ανατολική Μεσόγειο, την Ελλάδα και την Κύπρο. Ανησυχώ ότι οι Αμερικάνοι εξακολουθούν να αποστέλλουν προς την Τουρκία πολλά διφορούμενα μηνύματα. Από τη μία πλευρά ήταν εξαιρετικά σκληροί στην κριτική που άσκησαν για τα ανθρώπινα δικαιώματα, στην εφαρμογή των κυρώσεων CAATSA, στην καταδίκη των τουρκικών προκλήσεων στα Βαρώσια, καθώς και στην αναγνώριση της γενοκτονίας των Αρμενίων. Αλλά σε ορισμένες περιπτώσεις, όπως η προθυμοποίηση της Τουρκίας να αναλάβει τη διοίκηση του αεροδρομίου στην Καμπούλ στο Αφγανιστάν, επιτρέπουν στην Τουρκία να πιστεύει ότι η Ουάσιγκτον χρειάζεται την Άγκυρα περισσότερο από ό,τι η Άγκυρα την Ουάσιγκτον.
Η δημοφιλία της Τουρκίας στην Ουάσιγκτον δεν είναι αυτή την περίοδο πολύ υψηλή, ούτε στο Κογκρέσο, ούτε στην κοινότητα των think tank, ούτε στον Τύπο, ούτε και σε άλλες ομάδες πίεσης, όπως η φιλο-ισραηλιτική κοινότητα. Το κατεστημένο της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής σκέφτεται συνεχώς εναλλακτικές λύσεις αναφορικά με τις σχέσεις ΗΠΑ -Τουρκίας. Κατά την γνώμη μου, η κυβέρνηση Μπάιντεν θα πρέπει να ξεκαθαρίσει στην Άγκυρα ότι η Αμερική δεν χρειάζεται την Τουρκία όσο νομίζει ο Ερντογάν και ότι θα απομακρυνθεί από τη σχέση εάν η Τουρκία δεν αλλάξει τη συμπεριφορά της. Τα διφορούμενα μηνύματα της Ουάσιγκτον πρέπει να σταματήσουν.
Υπό αυτό το πρίσμα, θεωρώ πως η σύναψη της αμυντικής συμφωνίας ανάμεσα στην Ελλάδα και την Γαλλία είναι πραγματικά σπουδαία. Σε μία περίοδο, που καλώς ή κακώς η εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ επιδεικνύει την τάση να υποβαθμίζει την παρουσία της ή και να αποτραβιέται από διάφορα σημεία του πλανήτη, όπως έγινε προσφάτως στην περίπτωση του Αφγανιστάν, η Ουάσιγκτον θα εξαρτάται ολοένα και περισσότερο από τους συμμάχους της, ώστε να διατηρεί την επιρροή της στις συγκεκριμένες περιοχές. Ως εκ τούτου, η συμφωνία Ελλάδας – Γαλλίας είναι προς το συμφέρον των ΗΠΑ, καθώς καθιστά την Αθήνα ισχυρότερο σύμμαχο και αναβαθμίζει το ρόλο της για την Ουάσιγκτον, ενώ δεν αποκλείει τη σύναψη και άλλων τέτοιων συμφωνιών είτε εντός της ΕΕ, είτε με τις ΗΠΑ.
– Τα έως τώρα διαθέσιμα στοιχεία υποδεικνύουν πως η Ελληνική Οικονομία βρίσκεται σε τροχιά ανάκαμψης. Με ποιους τρόπους θα μπορούσε να ενισχύσει αυτή την τάση η Ομογένεια; Υπό ποιες προϋποθέσεις θα μπορούσαν Έλληνες της Αμερικής, ιδίως οι νεαρότεροι, να επιστρέψουν για να εργαστούν στην Ελλάδα στο πλαίσιο της «εκστρατείας» του brain gain από την κυβέρνηση;
Δεν είμαι σίγουρος ότι η Ελλάδα θα πρέπει να έχει ως στόχο να καλύψει μέρος του brain drain από την Ομογένεια, ούτε και ότι κάτι τέτοιο είναι εφικτό. Αλλά καθώς η επόμενη γενιά Ελληνοαμερικανών στελεχώνει πολλές από τις μεγαλύτερες αμερικανικές εταιρείες, -εταιρείες με έντονη επενδυτική δραστηριότητα στο εξωτερικό-, η Ελλάδα θα πρέπει να τους εμπλέκει ολοένα και βαθύτερα στην προσπάθεια να πείσουν τις εταιρείες τους να επενδύσουν στην Ελλάδα.
Τέτοιες επενδύσεις μπορούν να δημιουργήσουν θέσεις εργασίας και συνεπακόλουθα να αποκαταστήσουν μέρος του brain drain, κατά την διάρκεια της οικονομικής κρίσης. Αυτό πρέπει να γίνει άμεση προτεραιότητα.
– Η διευκόλυνση του δικαιώματος ψήφου των Ελλήνων, που διαβιούν στο εξωτερικό, υπήρξε εμβληματική δέσμευση της κυβέρνησης του Κυριάκου Μητσοτάκη. Σε ποια πεδία θεωρείτε πως μπορεί να αναβαθμιστεί η σχέση ανάμεσα στην κυβέρνηση και την Ομογένεια;
Αν και επί της αρχής η πρωτοβουλία για τη διευκόλυνση του δικαιώματος ψήφου στους Έλληνες που διαβιούν στο εξωτερικό προφανώς και κινείται στη σωστή κατεύθυνση, η μάλλον περιορισμένη εμβέλεια του συγκεκριμένου νομοσχεδίου δεν το καθιστά βάση για περαιτέρω ενίσχυση των σχέσεων της Ελλάδος με την Ομογένεια. Σε μια εποχή που περισσότεροι Αμερικανοί φοιτητές σπουδάζουν στο εξωτερικό από ποτέ, η Ελλάδα πρέπει να καταβάλει ιδιαίτερη προσπάθεια για να προσελκύσει περισσότερους Ελληνοαμερικανούς φοιτητές για να περάσουν ένα εξάμηνο ή ένα ολόκληρο έτος σπουδάζοντας στην Ελλάδα. Η Ελλάδα πρέπει να αναπτύξει προγράμματα για νεότερους μαθητές, προκειμένου να τους δοθεί η ευκαιρία να λάβουν υψηλότερο επίπεδο διδασκαλίας γλώσσας και ιστορίας.
Η δημιουργία βαθύτερων δεσμών με τους Ελληνοαμερικανούς σε καθοριστικές στιγμές της ζωής τους θα αποδώσει για δεκαετίες.
Με περισσότερες απευθείας πτήσεις από ποτέ, πρέπει επίσης να βρούμε τρόπους για να επισκεφθούν οι Ελληνοαμερικανοί την Ελλάδα εκτός της καλοκαιρινής τουριστικής περιόδου.
Πάνω απ’ όλα, η Ελλάδα δεν μπορεί πλέον να βασίζεται στην Εκκλησία ως το κύριο σημείο επαφής της με τη διασπορά. Όπως αναγνωρίζουν ακόμη και οι υπερασπιστές του Αρχιεπισκόπου Ελπιδοφόρου στην υπόθεση του «θορύβου» που προκάλεσε η παρουσία του στα εγκαίνια του «Σπιτιού της Τουρκίας», εκ φύσεως και από το ρόλο της η Αρχιεπισκοπή Αμερικής δεν έχει ως πρώτη προτεραιότητα την προώθηση των εθνικών μας συμφερόντων. Δεδομένου αυτού και του αυξανόμενου αριθμού μεικτών γάμων εντός της ίδιας της Εκκλησίας, θα ήταν ανεύθυνο για την Ελλάδα να προβάλει ότι η Εκκλησία θα παραμείνει αμιγώς «ελληνικός» θεσμός. Η Εκκλησία πρέπει να παραμείνει ένα από τα πολλά σημεία επαφής, αλλά ο Αρχιεπίσκοπος δεν μπορεί να παίξει το ρόλο του «εθνάρχη» και η Ελλάδα πρέπει να βρει τρόπο να επικοινωνήσει με εκείνους που δεν υπάγονται στη δικαιοδοσία της Εκκλησίας.
Οι Ελληνοαμερικανοί πρέπει να γνωρίσουν την Ελλάδα όπως είναι στην πραγματικότητα – όχι μόνο το καλοκαίρι, ή την Ελλάδα των νεανικών τους χρόνων. Και η Ελλάδα πρέπει να γνωρίσει πραγματικά τους Ελληνοαμερικανούς και όχι μόνο την «εικόνα» που έχουν για τους Ελληνοαμερικανούς.
-Η θητεία του Αμερικανού πρέσβη στην Αθήνα, Τζέφρι Πάιατ, πλησιάζει προς τη λήξη της. Ποια θεωρείτε πως πρέπει να είναι τα γνωρίσματα του διαδόχου του, προκειμένου να συμβάλλει στη μεγαλύτερη δυνατή αναβάθμιση των Ελληνο-αμερικανικών σχέσεων;
Ο επόμενος πρέσβης πρέπει να είναι κάποιος που όχι μόνο δίνει προτεραιότητα στην ανάδειξη της διμερούς σχέσης, αλλά κάποιος που έχει τις πολιτικές και εμπορικές σχέσεις για να ξεπεράσει την αδράνεια στη γραφειοκρατία.
Ελπίζω ότι ο διάδοχος του Πρέσβη Πάιατ θα είναι κάποιος που μπορεί να έχει πρόσβαση στο Οβάλ Γραφείο ή στον υπουργό Εξωτερικών Μπλίνκεν σε έκτακτες περιστάσεις. Ο νέος πρέσβης θα πρέπει να έχει πολύ ισχυρές σχέσεις στο Κογκρέσο, ιδίως με τον Γερουσιαστή Μενέντεζ, αλλά και να έχει επιρροή σε Αμερικανικές εταιρείες, ώστε να μπορεί να συμβάλλει καθοριστικά στην προσέλκυση αμερικανικών επενδύσεων στην Ελλάδα.
-Υπάρχουν κατά τη γνώμη σας διδάγματα από τη μέθοδο της εμβολιαστικής εκστρατείας στις ΗΠΑ, που θα μπορούσε να «δανειστεί» η Ελλάδα, ώστε να αυξήσει το ποσοστό εμβολιασμού επί του πληθυσμού;
Νομίζω ότι και οι δύο χώρες μπορούν να μάθουν η μία από την άλλη. Η Ελλάδα έχει πολλά να διδάξει στις ΗΠΑ σχετικά με την ιχνηλάτηση επαφών, αλλά και την γενικότερη αξιοποίηση τεχνολογίας για τον περιορισμό της εξάπλωσης του κορονοϊού στην κοινότητα.
Για να είναι οι ΗΠΑ αξιόπιστο παράδειγμα προς τις άλλες χώρες, θα πρέπει να βελτιώσουν τις επιδόσεις τους στην εμβολιαστική εκστρατεία, αλλά και να κατορθώσουν να από- πολιτικοποιήσουν την χρήση της μάσκας και του ίδιου του εμβολιασμού. Οι ΗΠΑ πρέπει, επίσης, να εξασκήσουν καλύτερα την «διπλωματία των εμβολίων», αλλά και να βοηθήσουν τις άλλες χώρες να επιτύχουν υψηλότερα ποσοστά εμβολιασμού.