Άτυπα, από το 1875, καθιερώθηκε η λεγόμενη αρχή της δεδηλωμένης, με αφορμή άρθρο του Τρικούπη στην εφημερίδα «Καιροί» (29/6/1874) και με τίτλο «Τις πταίει;», με το οποίο κατηγορούσε τον βασιλέα Γεώργιο Α’ ότι εφαρμόζει απόλυτα μοναρχικό καθεστώς διορίζοντας τον πρωθυπουργό της αρεσκείας του, ακόμη και από κόμματα μειοψηφίας, ανεξάρτητα από τα εκάστοτε εκλογικά αποτελέσματα. Λεγόταν, μάλιστα, με πικρία και χλευασμό, ότι το παλάτι μπορούσε να διορίσει ως πρωθυπουργό ακόμη και τον κηπουρό του!
Ο βασιλιάς, τον Αύγουστο του 1875, στον λόγο του Θρόνου ενώπιον του Κοινοβουλίου, δεσμεύτηκε ότι θα διόριζε στο εξής μόνο πρωθυπουργούς που θα έχαιραν της εμπιστοσύνης της Βουλής. Έκτοτε, η αρχή της δεδηλωμένης εμπιστοσύνης κυριάρχησε ως βασικό στοιχείο του κοινοβουλευτισμού και αποτέλεσε όρο του Συνταγματικού Δικαίου, στην βάση της λογικής ότι, σε αντίθεση με τα μέλη του κοινοβουλίου που εκλέγονταν απευθείας από το εκλογικό σώμα (λαός), η κυβέρνηση διοριζόταν από τον ανώτατο άρχοντα. Στόχος, η εξασφάλιση της δημοκρατικής νομιμοποίησης της κυβέρνησης, αφού ακόμη κι αν αυτή λάβει ψήφο εμπιστοσύνης, η Βουλή μπορεί να την άρει υπό συγκεκριμένες προϋποθέσεις, κατόπιν υποβολής πρότασης μομφής.
Τελικά, βέβαια, η πρακτική αυτή οδήγησε στον περιορισμό των προσωποπαγών κομμάτων σε δύο, με εναλλαγή της εξουσίας μεταξύ τους, σύμφωνα με τα αγγλοσαξωνικά πρότυπα, και ενέτεινε την οξύτητα των πολιτικών προεκλογικών αντιπαραθέσεων δημιουργώντας κλίμα φανατισμού και μισαλλοδοξίας.
Η σημερινή διαδικασία
Την πλειοψηφία των παρόντων χρειάζεται, σύμφωνα με το άρθρο 84 του Συντάγματος, η κυβέρνηση προκειμένου να εξασφαλίσει την ψήφο εμπιστοσύνης.
Ωστόσο, αν τελικώς λάβει λιγότερες από 151 ψήφους, ο Πρωθυπουργός μπορεί να το εκλάβει ως απώλεια της δεδηλωμένης – πράγμα που θα επέσπευδε τις εξελίξεις.
Σύμφωνα με το άρθρο 37 του Συντάγματος, σε περίπτωση απώλειας της εμπιστοσύνης της Βουλής – αν δηλαδή τα «όχι» είναι περισσότερα από τα «ναι» – τότε ο πρωθυπουργός καταθέτει την εντολή και στη συνέχεια αναλαμβάνει ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας ο οποίος δίνει τις διερευνητικές εντολές στους αρχηγούς των κομμάτων κατά σειρά εκλογής τους, ώστε να προσπαθήσουν να σχηματίσουν κυβέρνηση.
Επί τρεις ημέρες. Κάθε εντολή διαρκεί το πολύ τρεις ημέρες. Η πρώτη δίνεται στον αρχηγό του κόμματος που είχε την πλειοψηφία στις τελευταίες εκλογές, δηλαδή στον Γιώργο Παπανδρέου. Στη συνέχεια στον αρχηγό της σημερινής αξιωματικής αντιπολίτευσης, τον Αντώνη Σαμαρά, και εάν δεν τελεσφορήσει στο τρίτο κόμμα, το ΚΚΕ και την Γενική Γραμματέα του Αλέκα Παπαρήγα. Ο καθένας θα πρέπει να αναζητήσει τουλάχιστον 151 ψήφους που θα του δώσουν τη δυνατότητα να σχηματίσει κυβέρνηση.
Στην περίπτωση που κανένα κόμμα δεν πετύχει τον σχηματισμό κυβέρνησης, τότε ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας καλεί τους αρχηγούς των κομμάτων με στόχο να επιτευχθεί ο σχηματισμός βιώσιμης κυβέρνησης. Αν και αυτή η προσπάθεια αποτύχει, τότε προκηρύσσονται εκλογές οι οποίες διενεργούνται σε 45 ημέρες. Μια πιθανή ημερομηνία εκλογών σε αυτή την περίπτωση θα ήταν η Κυριακή 8 Ιανουαρίου.